Όσο για μένα, μέσα μου έβαλε μιαν άλλη σκέψη ο Δίας
(όμως καλύτερα να ᾽μουνα σκοτωμένος, ο θάνατος να μ᾽ έβρισκε,
κάτω στην Αίγυπτο, γιατί καραδοκούσε το μελλούμενο κακό) ·
γύμνωσα αμέσως το κεφάλι μου απ᾽ το καλοδεμένο κράνος,
έριξα το σκουτάρι από τους ώμους, το δόρυ μου άφησα να πέσει
από το χέρι, άοπλος στάθηκα στ᾽ άλογα εμπρός του βασιλιά,
έσκυψα και του φίλησα τα γόνατα, κι εκείνος με λυπήθηκε,
αποφασίζει να με σώσει, με τράβηξε πάνω στο αμάξι του,
280στο δάκρυ μουσκεμένον.
Στο μεταξύ εφορμούσαν πάμπολλοι με φράξινα κοντάρια
πάνω μου, άγρια χολωμένοι, θέλησαν να με σκοτώσουν· εκείνος όμως
με προστάτεψε, σεβάστηκε τον ξένιο Δία, που θυμωμένος
αποστρέφεται τα αφιλόξενα έργα.
Επτά χρόνους παρέμεινα στη χώρα, μάζεψα πλούτη ένα σωρό
γυρίζοντας την Αίγυπτο, σε σπίτια αρχόντων — όλοι μου ᾽δωσαν κάτι.
Αλλά ο καιρός γυρίζοντας, σαν μπήκε ο όγδοος χρόνος,
φτάνει στα μέρη εκείνα κάποιος Φοίνικας, δόλιος απατεώνας,
ένας πανούργος, που ήξερε μόνο το κακό να κάνει στους ανθρώπους.
290Αυτός και με παρέσυρε, με λόγια δολερά με πλάνεψε, να πάμε
στη Φοινίκη, όπου είχε σπίτια και περιουσία μεγάλη.
Επήγα κι έμεινα κοντά του ένα γεμάτο χρόνο.
Αλλ᾽ όπως κύλησαν οι μήνες, οι μέρες συντελέστηκαν,
γύρισε πάλι ο καιρός και πήρε να φουντώνει η άνοιξη,
μ᾽ ανέβασε σε ποντοπόρο φορτηγό, τώρα για τη Λιβύη,
αφού με γέμισε με ψέματα, πως δήθεν το φορτίο
μαζί του θα περνούσα, ενώ στ᾽ αλήθεια γύρευε να με πουλήσει,
για να κερδίσει αντίτιμο που το λογάριαζε μεγάλο.
Εγώ ακολούθησα αναγκαστικά, κι ας έβλεπα το πράγμα ύποπτο.
Αρμένιζε λοιπόν το πλοίο με καλό βοριά, φυσούσε πρίμο αγέρι,
κι έτσι βρεθήκαμε στη μέση του πελάγους, ψηλότερα η Κρήτη φάνταζε δεξιά,
300όταν ο Δίας σοφίστηκε τον όλεθρό τους.
Γιατί, μόλις αφήσαμε την Κρήτη και δεν φαινόταν πουθενά στεριά,
μόνο ουρανός και θάλασσα, κρέμασε ξαφνικά του Κρόνου ο γιος
μια μελανή νεφέλη πάνω στο βαθουλό μας πλοίο,
κι ο πόντος μούχρωσε.
Ευθύς ο Δίας βρόντηξε, έριξε στο καράβι κεραυνό,
κι αυτό κεραυνωμένο συγκλονίστηκε από του Δία τ᾽ αστροπελέκι,
μπούκωσε θειάφι, κι έπεσαν όλοι ναυαγοί στη θάλασσα· σαν τις κουρούνες,
γύρω στο μαύρο μας πλεούμενο, στο κύμα παραδόθηκαν —
έτσι ο θεός τούς έκοψε τον νόστο.
310Μόνο σ᾽ εμένα, όσο κι αν έσφαζε τα σωθικά μου ο πόνος,
ο Δίας ο ίδιος έβαλε στο χέρι μου το στιβαρό κατάρτι,
απομεινάρι απ᾽ το καράβι με τη γαλάζια πλώρη,
για να γλιτώσω πάλι τον χαμό.
Σ᾽ αυτό περιτυλίχτηκα, και να λυσσομανούν οι ολέθριοι άνεμοι!
Εννιά μερόνυχτα παράδερνα· δέκατη μέρα, μέσα στη μαύρη νύχτα,
με σήκωσε ένα μεγάλο κύμα και με ρίχνει στων Θεσπρωτών τη χώρα.
Εκεί ο Φείδων, βασιλιάς των Θεσπρωτών, ηρωική ψυχή, με δέχτηκε σαν φίλος,
λύτρα δεν γύρεψε· ο γιος του ήλθε και με βρήκε δαμασμένο
από τον κάματο κι από την παγωνιά, αυτός με πήρε από το χέρι
να με φέρει σπίτι του, με πήγε ο ίδιος στο παλάτι του πατέρα του,
320όπου μου φόρεσε και ρούχα, χλαμύδα και χιτώνα.
Εκεί λοιπόν και για τον Οδυσσέα άκουσα να μιλούν· τον είχε, λέει,
με την αγάπη του φιλοξενήσει ο βασιλιάς, καθώς γυρνούσε πίσω στην πατρίδα.
Ο Φείδων μού έδειξε κι όλα τα μαζεμένα πλούτη του Οδυσσέα,
χαλκό, μαλάματα και σίδηρο σφυρήλατο,
τόσα αγαθά που θα ᾽φταναν να θρέψουνε δέκα γενιές —
σκεύη πολύτιμα έβλεπες να στέκουν στο βασιλικό παλάτι.
Για κείνον είπε ο βασιλιάς πως είχε πάει προσώρας στη Δωδώνη,
ν᾽ ακούσει του Διός απόφαση από την αψηλή και φουντωμένη δρυ,
πώς θα μπορούσε να νοστήσει στα καρπερά χώματα της Ιθάκης,
330μετά από τόσα χρόνια ξενιτιάς, στα φανερά ή μήπως στα κρυφά.
Κι ο βασιλιάς, την ώρα της σπονδής του στο παλάτι,
ορκίστηκε σ᾽ εμένα πως είχαν κιόλας ρίξει το καράβι στα ρηχά,
πως τον περίμεναν οι ναυτικοί πανέτοιμοι, για να τον συντροφέψουν
στην πατρική του γη.
Εμένα ο Φείδων δέχτηκε να με ξεπροβοδίσει πιο νωρίς:
κάποιο περαστικό καράβι, με ναύτες Θεσπρωτούς, πήγαινε
στο πολύσιτο Δουλίχιο· αυτούς λοιπόν τους πρόσταξε να με οδηγήσουν
ασφαλώς στον βασιλέα Άκαστο. Εκείνων όμως το μυαλό γλυκάθηκε
μ᾽ άλλην ιδέα, σ᾽ εμένα κάκιστη, για να βρεθώ σε συμφορά πικρότερη.
Όταν το ποντοπόρο πλοίο ξανοίχτηκε πολύ μακριά από τη στεριά,
340αμέσως μηχανεύτηκαν τη μέρα της σκλαβιάς μου·
μου πέταξαν τα ρούχα, χλαμύδα και χιτώνα, ρίχνοντας πάνω μου
κουρέλια, κι ένα πουκάμισο σχισμένο, άθλιο — αυτά που βλέπουν
τώρα και τα δικά σου μάτια.
Σαν πήρε να βραδιάζει κι έφταναν πια στα ξάγναντα χωράφια της Ιθάκης,
μ᾽ έδεσαν χειροπόδαρα μέσα στο καλοκούβερτο καράβι
μ᾽ ένα χοντρό σχοινί στριμμένο, στα γρήγορα κι αυτοί πηδούν
στο περιγιάλι της θαλάσσης, να φαν το δείπνο τους.
Αλλά οι θεοί βάζουν το χέρι τους κι εύκολα μ᾽ έλυσαν
απ᾽ τα δεσμά μου· τότε κι εγώ τυλίγω το κεφάλι μου στα ράκη,
350πιάνομαι στο καλοξυσμένο δοιάκι και με το στήθος γλίστρησα
στη θάλασσα· ευθύς κάνω κουπιά τα δυο μου χέρια
κολυμπώντας, κι όσο μπορούσα γρηγορότερα βγήκα παρέξω, πολύ μακριά
από κείνους. Ανέβηκα μετά τη λαγκαδιά, σ᾽ ένα λουλουδισμένο σύδεντρο
κούρνιασα ακίνητος· αυτοί πηγαινοέρχονταν όλο φωνή και σύγχυση,
αλλ᾽ όταν πια τους φάνηκε κουτό να συνεχίσουνε το ψάξιμο,
γύρισαν πάλι στο βαθουλό καράβι, κι έφυγαν. Εμένα μ᾽ έκρυψαν, με δίχως κόπο,
οι θεοί, εκείνοι οδηγώντας μ᾽ έφεραν σε τούτο το μαντρί
ενός ανθρώπου γνωστικού — το είχε η μοίρα μου να ζήσω ακόμη.»
|