Λοιπόν από την Κρήτη την ευρύχωρη καυχιέμαι πως κρατεί η γενιά μου,
200πως είμαι γιος πατέρα πλούσιου. Πολλά και τ᾽ άλλα αγόρια
που αναστήθηκαν στο αρχοντικό — γνήσια, γεννημένα
από τη νόμιμη γυναίκα του· εμένα μόνο η μάνα που με γέννησε
ήταν αγοραστή, μια παλλακίδα. Και μολοντούτο με τιμούσε
όμοια κι ίσα με τους γνήσιους γιους του ο Υλακίδης Κάστορας —
καμάρι μου που μ᾽ έσπειρε.
Γιατί στην Κρήτη ο κόσμος τον τιμούσε σαν θεό,
όλοι τους τον μακάριζαν για τα αγαθά, τα πλούτη του,
τα δοξασμένα του παιδιά.
Αλλά μια μέρα οι μαύρες μοίρες του θανάτου ήλθαν και τον κατέβασαν
στους δόμους του Άδη. Έβαλαν τότε κλήρο οι γιοι του,
και περήφανοι μοιράστηκαν το βιος του μεταξύ τους· σ᾽ εμένα μόνο
210πρόσφεραν ελάχιστα και μόλις ένα σπιτικό.
Και μολαταύτα πήρα γυναίκα από σόι πολύκληρο
(το άξιζα· δεν ήμουν παρακατιανός μήτε δειλός στη μάχη) ·
τώρα μονάχα χάθηκαν τα πάντα.
Κι όμως φαντάζομαι πως, βλέποντας γυμνό καλάμι, μπορείς
να αναγνωρίσεις τον καρπό του, παρά τα τόσα πάθη
που μ᾽ έχουν πια τσακίσει.
Θάρρος μού χάρισαν η Αθηνά κι ο Άρης, στη μάχη
να χαλνώ την τάξη των εχθρών· κι όποτε διάλεγα
τους πιο γενναίους συντρόφους, καρτέρι για να στήσω,
στον νου μου κλώθοντας τον όλεθρο των αντιπάλων,
η θαρραλέα ψυχή μου ποτέ της δεν φοβήθηκε τον θάνατο·
220πρώτος ορμούσα απ᾽ τους πρώτους, με δόρυ
αφάνιζα τον κάθε αντίμαχο, που το ᾽βαζε στα πόδια —
τέτοιος πολεμιστής υπήρξα.
Δεν αγαπούσα εγώ τη γη και τα χωράφια, τα οφέλη του σπιτιού
δεν με τραβούσαν, όπου προκόβουν τα καλά παιδιά.
Με συγκινούσαν πάντα τα καράβια, το κουπί κι ο πόλεμος,
καλοξυσμένα δόρατα και βέλη — άγρια πράγματα
που άλλοι τα τρέμουν και φοβούνται.
Εμένα η αγάπη μου σ᾽ αυτά προσηλωμένη, θαρρείς κι ένας θεός
τα είχε βάλει στην καρδιά μου· γιατί ο καθένας
βρίσκει απόλαυση σ᾽ άλλα κι αλλού.
Πριν καν πατήσουν πόδι των Αχαιών οι γιοι στην Τροία,
230εννιά φορές εγώ κυβέρνησα στρατό· με πλοία γρήγορα, λες και πετούσαν,
σ᾽ αλλοδαπούς ανθρώπους φτάσαμε, όπου και μάζευα κάθε φορά
άφθονα λάφυρα — ξεχώριζα όσα η ψυχή μου επιθυμούσε,
αλλά μετά μου πέφτανε κι άλλα πολλά στον κλήρο.
Έτσι, ωφελήθηκε πολύ το σπίτι μου, κι οι Κρήτες δέχτηκαν
να με φοβούνται, να με σέβονται.
Αλλά όταν ο πανόπτης Δίας φαντάστηκε τη μισητή εκείνη οδό
που τόσα γόνατα γενναίων κατέλυσε, τότε κι εμένα
με εξωθούσαν, μαζί με τον διάσημο Ιδομενέα,
να κυβερνήσουμε καράβια, τραβώντας για την Τροία. Δεν σήκωνε
άρνηση, γιατί βαριά μας έπεφτε του κόσμου η δυσφήμηση.
240Έτσι λοιπόν, εννέα χρόνια ολόκληρα δοθήκαμε στον πόλεμο
των Αχαιών οι γιοι. Κι όταν, πάνω στη δέκατη χρονιά, πατήσαμε
το κάστρο του Πριάμου και με τα πλοία πήραμε
τον δρόμο της επιστροφής, ένας θεός στους πέντε ανέμους
σκόρπισε τους Αργείους.
Στον άμοιρον εμένα ο Δίας πολύγνωμος γνωμάτευσε
άλλο βαρύ κακό· ένα μονάχα μήνα χάρηκα παιδιά, ομόκλινη γυναίκα
κι αγαθά. Μετά η ψυχή μου ξεσηκώθηκε, θέλησα
να αρμενίσω για την Αίγυπτο· αρμάτωσα καράβια,
ξεχώρισα λαμπρούς συντρόφους — ήσαν εννιά τα αρματωμένα πλοία
κι οι ναύτες μαζευτήκαν γρήγορα.
Έξι μερόνυχτα οι τιμημένοι εταίροι μου έτρωγαν κι έπιναν —
250εγώ τους έστελνα σφάγια πολλά, θυσία να κάνουν στους θεούς,
να ᾽χουν όμως κι αυτοί γεμάτο το τραπέζι τους.
Έφεξε η μέρα η έβδομη, κι αφήνοντας απλόχωρη την Κρήτη,
πήραμε να αρμενίζουμε, με πρίμο αγέρι που φυσούσε αδιάκοπα —
ωραία κι εύκολα μας πήγαινε το βοριαδάκι, λες μας κατέβαζε
το ρεύμα μόνο του.
Ζημιά δεν έπαθε κανένα μου καράβι, όλοι γεροί,
με δίχως βλάβη, ήμαστε καθισμένοι· μας κυβερνούσε ο άνεμος
κι ο κάθε καπετάνιος στο τιμόνι.
Σε πέντε μόλις μέρες φτάσαμε στης Αιγύπτου τα ωραία νερά,
κι εκεί στον Νείλο ποταμό είπα να αράξουνε τα αμφίκυρτά μας πλοία,
όπου και δίνω εντολή στους τιμημένους μου συντρόφους
260αυτού να μείνουν, πλάι στα πλοία, να ᾽χουνε στ᾽ άρμενα
τον νου τους· ακόμη τους παράγγειλα σκοπούς να βάλουν
ένα γύρο στις σκοπιές.
Εκείνοι ωστόσο έχασαν τον νου τους, ενέδωσαν στο θράσος τους
και πήραν να πατούν των Αιγυπτίων τους περίκαλλους αγρούς,
να σέρνουν γυναίκες και παιδιά, τους άντρες να σκοτώνουν.
Ανέβηκε όμως γρήγορα στην πόλη η ταραχή· οπότε εκείνοι
τη φωνή ακούγοντας, μόλις ξημέρωσε η αυγή,
κατέφθασαν. Άξαφνα γέμισε ο κάμπος όλος με πεζούς, ιππείς,
κι άστραψε ο τόπος από χάλκινα όπλα. Τότε κι ο Δίας κεραύνιος
φύτεψε στους συντρόφους μου φόβο δειλό, που πια κανείς δεν τόλμησε
να κρατηθεί αντιμέτωπος — από παντού τους κύκλωσε όλους
270ο τρόμος του κακού.
Τότε πολλούς ανάμεσά μας έσφαξαν τα χάλκινά τους ξίφη,
άλλους τους πήραν ζωντανούς, να τους δουλεύουν σκλάβοι.
|