Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (540d-541b)

[540d] Τί οὖν; ἔφην· συγχωρεῖτε περὶ τῆς πόλεώς τε καὶ πολιτείας μὴ παντάπασιν ἡμᾶς εὐχὰς εἰρηκέναι, ἀλλὰ χαλεπὰ μέν, δυνατὰ δέ πῃ, καὶ οὐκ ἄλλῃ ἢ εἴρηται, ὅταν οἱ ὡς ἀληθῶς φιλόσοφοι δυνάσται, ἢ πλείους ἢ εἷς, ἐν πόλει γενόμενοι τῶν μὲν νῦν τιμῶν καταφρονήσωσιν, ἡγησάμενοι ἀνελευθέρους εἶναι καὶ οὐδενὸς ἀξίας, τὸ δὲ ὀρθὸν περὶ [540e] πλείστου ποιησάμενοι καὶ τὰς ἀπὸ τούτου τιμάς, μέγιστον δὲ καὶ ἀναγκαιότατον τὸ δίκαιον, καὶ τούτῳ δὴ ὑπηρετοῦντές τε καὶ αὔξοντες αὐτὸ διασκευωρήσωνται τὴν ἑαυτῶν πόλιν;
Πῶς; ἔφη.
Ὅσοι μὲν ἄν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πρεσβύτεροι τυγχάνωσι δεκετῶν [541a] ἐν τῇ πόλει, πάντας ἐκπέμψωσιν εἰς τοὺς ἀγρούς, τοὺς δὲ παῖδας αὐτῶν παραλαβόντες ἐκτὸς τῶν νῦν ἠθῶν, ἃ καὶ οἱ γονῆς ἔχουσι, θρέψωνται ἐν τοῖς σφετέροις τρόποισι καὶ νόμοις, οὖσιν οἵοις διεληλύθαμεν τότε· καὶ οὕτω τάχιστά τε καὶ ῥᾷστα πόλιν τε καὶ πολιτείαν, ἣν ἐλέγομεν, καταστᾶσαν αὐτήν τε εὐδαιμονήσειν καὶ τὸ ἔθνος ἐν ᾧ ἂν ἐγγένηται πλεῖστα ὀνήσειν;
Πολύ γ᾽, ἔφη· καὶ ὡς ἂν γένοιτο, εἴπερ ποτὲ γίγνοιτο, [541b] δοκεῖς μοι, ὦ Σώκρατες, εὖ εἰρηκέναι.
Οὐκοῦν ἅδην ἤδη, εἶπον ἐγώ, ἔχουσιν ἡμῖν οἱ λόγοι περί τε τῆς πόλεως ταύτης καὶ τοῦ ὁμοίου ταύτῃ ἀνδρός; δῆλος γάρ που καὶ οὗτος οἷον φήσομεν δεῖν αὐτὸν εἶναι.
Δῆλος, ἔφη· καὶ ὅπερ ἐρωτᾷς, δοκεῖ μοι τέλος ἔχειν.

[540d] Τί λέτε λοιπόν τώρα; συμφωνάτε πως όσα έχομε ειπεί για την πόλη και το πολίτευμα δεν είναι απλές ευχές, αλλά δύσκολα βέβαια, όχι όμως και ολότελα αδύνατα πράγματα, όταν ανώτατοι μες στην πόλη άρχοντες και εξουσιαστές, ένας ή περισσότεροι, γίνουν οι πραγματικοί φιλόσοφοι που, καταφρονώντας τις σημερινές τιμές σαν ανελεύθερες και μηδαμινής αξίας, θα εκτιμούν το καθήκον [540e] μονάχα και τις τιμές που πηγάζουν απ᾽ αυτό, και πάνω απ᾽ όλα μεγαλύτερο και αναγκαιότατο τη δικαιοσύνη, που αυτήν υπηρετώντας και αυξάνοντας θα αναλάβουν να αναμορφώσουν την πόλη τους;
Πώς;
Όσοι μες στην πόλη είναι πάνω από δέκα χρόνια, [541a] όλους αυτούς θα τους στείλουν στα χωράφια, κι αφού παραλάβουν τα παιδιά τους και τ᾽ αποσύρουν από τις τωρινές συνήθειες, που έχουν κι οι γονείς των, θα τ᾽ αναθρέψουν με τους δικούς των τρόπους και νόμους, που θα είναι τέτοιοι όπως τους αναφέραμε πριν· κι έτσι δε θα στερεώσει πολύ γρήγορα και εύκολα η πόλη και το πολίτευμα που λέγαμε, δε θα ευδαιμονήσει κι η ίδια και δε θα δει τη μεγαλύτερη ωφέλεια και το έθνος όπου ανήκει;
Χωρίς καμιά αμφιβολία· και μου φαίνεται, Σωκράτη, [541b] πως πολύ ωραία εξέθεσες και τον τρόπο που θα γίνουνται όλ᾽ αυτά, αν είναι ποτέ να γίνουν.
Αρκετά λοιπόν τα ᾽χομε πια συζητήσει και για την ίδια την πόλη και για τον άνθρωπο που θα ᾽ναι όμοιος μ᾽ αυτήν; Γιατί είναι φανερό τί λογής θα πούμε πως πρέπει να είναι κι αυτός.
Φανερό· κι έτσι η ερώτηση που μ᾽ έκαμες πήρε, μου φαίνεται, τέλος.