Αμέσως αποκρίθηκε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Φίλε, σε βλέπω πως επίμονα το αρνιέσαι, λες δεν γυρίζει
150εκείνος πίσω, και μένει αμετάπειστη η ψυχή σου.
Αλλά κι εγώ δεν σου πουλάω παραμύθι, όρκο θα πάρω·
ο Οδυσσέας θα νοστήσει. Τότε ευαγγέλια χαράς θα περιμένω·
μόλις εκείνος επιστρέψει σπίτι του,
ντύσε με με χιτώνα κι ένα πανωφόρι, με ρούχα ωραία.
Πρωτύτερα όμως, όσο κι αν είμαι στενεμένος στην ανάγκη,
δεν θα δεχόμουν το παραμικρό.
Γιατί το ομολογώ, μου είναι μισητός, όσο και οι πύλες του Άδη,
όποιος υποχωρεί στη φτώχεια του και κατεβάζει ψεύδη.
Πρώτος μου μάρτυς από τους θεούς ο Δίας και τούτο το φιλόξενο
τραπέζι, κι εδώ που έφτασα η εστία του αψεγάδιαστου Οδυσσέα —
160όσα θα πω, να ξέρεις, θα συντελεστούν.
Όσο γυρίζει ο χρόνος στον ίδιο κύκλο, λέω θα νοστήσει,
θα βρεθεί ο Οδυσσέας εδώ· στου φεγγαριού τη χάση ή μόλις πιάσει
η νέα σελήνη, θα μπει στο σπίτι του· οπότε περιμένει εκδίκηση
όποιον ετόλμησε να ατιμάσει τη νόμιμη γυναίκα του,
τον έξοχό του γιο.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Γέροντα, ευαγγέλια χαράς εγώ δεν θα ανταμείψω,
μήτε του Οδυσσέα τού μέλλεται σπίτι του να γυρίσει·
ησύχασε λοιπόν και πίνε το κρασί σου.
Αλλού ας γυρίσει η θύμησή μας, αυτά παρακαλώ μην τα θυμίζεις·
γιατί βουρκώνει μέσα μου η ψυχή, κάθε φορά που κάποιος,
170μιλώντας για τον τίμιο κύρη μου, τη μνήμη μου αφορμίζει.
Λέω ν᾽ αφήσουμε τους όρκους· άμποτε να μας έλθει εδώ
όπως τον θέλησα τον Οδυσσέα εγώ, κι η Πηνελόπη,
ο γέροντας Λαέρτης, ο Τηλέμαχος, ωραίος στην όψη σαν θεός.
Τώρα οδύρομαι για το βλαστάρι του Οδυσσέα, τον αλησμόνητό του γιο,
για τον Τηλέμαχο, που ανάθρεψαν σαν ροδαμό οι θεοί·
κι έλεγα μέσα μου αυτός θα γίνει αντάξιος άντρας του πατέρα του,
στο ανάστημα και στη θαυμάσια ομορφιά.
Αλλά θαρρώ κάποιος αθάνατος, μπορεί και άνθρωπος θνητός,
σάλεψε ξαφνικά τα ζυγισμένα φρένα του, και πήρε δρόμο,
180να μάθει νέα του πατέρα του, πήγε στην άγια Πύλο· στο μεταξύ
περήφανοι οι μνηστήρες τού έστησαν καρτέρι,
παραφυλάγοντας τον γυρισμό του· θέλουν να λείψει η φύτρα
του ισόθεου Αρκεισίου, να σβήσει το όνομά του απ᾽ την Ιθάκη.
Ας τον αφήσουμε όμως κι αυτόν στην τύχη του· ίσως πιαστεί,
ίσως γλιτώσει, ανίσως τείνει ο γιος του Κρόνου
χέρι προστάτη πάνω του.
Έλα λοιπόν, καλέ μου γέρο, πες μου ν᾽ ακούσω τα δικά σου βάσανα,
ό,τι ρωτήσω, θέλω την πάσα αλήθεια, να ᾽μαι σίγουρος·
ποιος είσαι κι από πού; ποια η πατρίδα σου και ποιοι οι γονείς σου;
με τι λογής καράβι άραξες στο νησί; πώς κι έτσι στην Ιθάκη
σ᾽ έφεραν οι ναυτικοί; για τη γενιά τους τάχα καμαρώνουν;
190Γιατί δεν το νομίζω να ᾽φτασες στα μέρη μας πεζός.»
Πήρε τον λόγο τότε κι αποκρίθηκε ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Να ᾽σαι απολύτως βέβαιος, θα σου ομολογήσω όλη την αλήθεια.
Αλλά κι αν είχαμε τον χρόνο με το μέρος μας, άφθονο φαγητό,
γλυκό κρασί σε τούτο το καλύβι· αν μας υπηρετούσαν άλλοι,
κι εμείς οι δυο, δίχως φροντίδες άλλες, το γλεντούσαμε· πάλι
δεν θα ᾽ταν εύκολο, ακόμη κι αν περνούσαμε ολόκληρη χρονιά μαζί,
να λέω εγώ κι εσύ ν᾽ ακούς τα πάθη της ψυχής μου,
όσα και πόσα υπόμεινα, με των θεών το θέλημα.
|