Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (14.148-14.198)


Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς·
«ὦ φίλ᾽, ἐπεὶ δὴ πάμπαν ἀναίνεαι, οὐδ᾽ ἔτι φῇσθα
150 κεῖνον ἐλεύσεσθαι, θυμὸς δέ τοι αἰὲν ἄπιστος·
ἀλλ᾽ ἐγὼ οὐκ αὔτως μυθήσομαι, ἀλλὰ σὺν ὅρκῳ,
ὡς νεῖται Ὀδυσεύς· εὐαγγέλιον δέ μοι ἔστω
αὐτίκ᾽, ἐπεί κεν κεῖνος ἰὼν τὰ ἃ δώμαθ᾽ ἵκηται·
ἕσσαι με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε, εἵματα καλά·
155 πρὶν δέ κε, καὶ μάλα περ κεχρημένος, οὔ τι δεχοίμην.
ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσι
γίγνεται, ὃς πενίῃ εἴκων ἀπατήλια βάζει.
ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν ξενίη τε τράπεζα,
ἱστίη τ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω·
160 ἦ μέν τοι τάδε πάντα τελείεται ὡς ἀγορεύω.
τοῦδ᾽ αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ᾽ Ὀδυσσεύς.
τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ᾽ ἱσταμένοιο,
οἴκαδε νοστήσει, καὶ τίσεται ὅς τις ἐκείνου
ἐνθάδ᾽ ἀτιμάζει ἄλοχον καὶ φαίδιμον υἱόν.»
165Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
«ὦ γέρον, οὔτ᾽ ἄρ᾽ ἐγὼν εὐαγγέλιον τόδε τίσω,
οὔτ᾽ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται· ἀλλὰ ἕκηλος
πῖνε, καὶ ἄλλα παρὲξ μεμνώμεθα, μηδέ με τούτων
μίμνησκ᾽· ἦ γὰρ θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἐμοῖσιν
170 ἄχνυται, ὁππότε τις μνήσῃ κεδνοῖο ἄνακτος.
ἀλλ᾽ ἦ τοι ὅρκον μὲν ἐάσομεν, αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἔλθοι ὅπως μιν ἐγώ γ᾽ ἐθέλω καὶ Πηνελόπεια
Λαέρτης θ᾽ ὁ γέρων καὶ Τηλέμαχος θεοειδής.
νῦν αὖ παιδὸς ἄλαστον ὀδύρομαι, ὃν τέκ᾽ Ὀδυσσεύς,
175 Τηλεμάχου· τὸν ἐπεὶ θρέψαν θεοὶ ἔρνεϊ ἶσον,
καί μιν ἔφην ἔσσεσθαι ἐν ἀνδράσιν οὔ τι χέρεια
πατρὸς ἑοῖο φίλοιο, δέμας καὶ εἶδος ἀγητόν,
τὸν δέ τις ἀθανάτων βλάψε φρένας ἔνδον ἐΐσας
ἠέ τις ἀνθρώπων· ὁ δ᾽ ἔβη μετὰ πατρὸς ἀκουὴν
180 ἐς Πύλον ἠγαθέην· τὸν δὲ μνηστῆρες ἀγαυοὶ
οἴκαδ᾽ ἰόντα λοχῶσιν, ὅπως ἀπὸ φῦλον ὄληται
νώνυμον ἐξ Ἰθάκης Ἀρκεισίου ἀντιθέοιο.
ἀλλ᾽ ἦ τοι κεῖνον μὲν ἐάσομεν, ἤ κεν ἁλώῃ
ἦ κε φύγῃ καί κέν οἱ ὑπέρσχῃ χεῖρα Κρονίων.
185 ἀλλ᾽ ἄγε μοι σύ, γεραιέ, τὰ σ᾽ αὐτοῦ κήδε᾽ ἐνίσπες,
καί μοι τοῦτ᾽ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾽ ἐῢ εἰδῶ·
τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες;
ὁπποίης τ᾽ ἐπὶ νηὸς ἀφίκεο· πῶς δέ σε ναῦται
ἤγαγον εἰς Ἰθάκην; τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο;
190 οὐ μὲν γάρ τί σε πεζὸν ὀΐομαι ἐνθάδ᾽ ἱκέσθαι.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μάλ᾽ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
εἴη μὲν νῦν νῶϊν ἐπὶ χρόνον ἠμὲν ἐδωδὴ
ἠδὲ μέθυ γλυκερὸν κλισίης ἔντοσθεν ἐοῦσι,
195 δαίνυσθαι ἀκέοντ᾽, ἄλλοι δ᾽ ἐπὶ ἔργον ἕποιεν·
ῥηϊδίως κεν ἔπειτα καὶ εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα
οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων ἐμὰ κήδεα θυμοῦ,
ὅσσα γε δὴ ξύμπαντα θεῶν ἰότητι μόγησα.


Αμέσως αποκρίθηκε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Φίλε, σε βλέπω πως επίμονα το αρνιέσαι, λες δεν γυρίζει
150εκείνος πίσω, και μένει αμετάπειστη η ψυχή σου.
Αλλά κι εγώ δεν σου πουλάω παραμύθι, όρκο θα πάρω·
ο Οδυσσέας θα νοστήσει. Τότε ευαγγέλια χαράς θα περιμένω·
μόλις εκείνος επιστρέψει σπίτι του,
ντύσε με με χιτώνα κι ένα πανωφόρι, με ρούχα ωραία.
Πρωτύτερα όμως, όσο κι αν είμαι στενεμένος στην ανάγκη,
δεν θα δεχόμουν το παραμικρό.
Γιατί το ομολογώ, μου είναι μισητός, όσο και οι πύλες του Άδη,
όποιος υποχωρεί στη φτώχεια του και κατεβάζει ψεύδη.
Πρώτος μου μάρτυς από τους θεούς ο Δίας και τούτο το φιλόξενο
τραπέζι, κι εδώ που έφτασα η εστία του αψεγάδιαστου Οδυσσέα —
160όσα θα πω, να ξέρεις, θα συντελεστούν.
Όσο γυρίζει ο χρόνος στον ίδιο κύκλο, λέω θα νοστήσει,
θα βρεθεί ο Οδυσσέας εδώ· στου φεγγαριού τη χάση ή μόλις πιάσει
η νέα σελήνη, θα μπει στο σπίτι του· οπότε περιμένει εκδίκηση
όποιον ετόλμησε να ατιμάσει τη νόμιμη γυναίκα του,
τον έξοχό του γιο.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Γέροντα, ευαγγέλια χαράς εγώ δεν θα ανταμείψω,
μήτε του Οδυσσέα τού μέλλεται σπίτι του να γυρίσει·
ησύχασε λοιπόν και πίνε το κρασί σου.
Αλλού ας γυρίσει η θύμησή μας, αυτά παρακαλώ μην τα θυμίζεις·
γιατί βουρκώνει μέσα μου η ψυχή, κάθε φορά που κάποιος,
170μιλώντας για τον τίμιο κύρη μου, τη μνήμη μου αφορμίζει.
Λέω ν᾽ αφήσουμε τους όρκους· άμποτε να μας έλθει εδώ
όπως τον θέλησα τον Οδυσσέα εγώ, κι η Πηνελόπη,
ο γέροντας Λαέρτης, ο Τηλέμαχος, ωραίος στην όψη σαν θεός.
Τώρα οδύρομαι για το βλαστάρι του Οδυσσέα, τον αλησμόνητό του γιο,
για τον Τηλέμαχο, που ανάθρεψαν σαν ροδαμό οι θεοί·
κι έλεγα μέσα μου αυτός θα γίνει αντάξιος άντρας του πατέρα του,
στο ανάστημα και στη θαυμάσια ομορφιά.
Αλλά θαρρώ κάποιος αθάνατος, μπορεί και άνθρωπος θνητός,
σάλεψε ξαφνικά τα ζυγισμένα φρένα του, και πήρε δρόμο,
180να μάθει νέα του πατέρα του, πήγε στην άγια Πύλο· στο μεταξύ
περήφανοι οι μνηστήρες τού έστησαν καρτέρι,
παραφυλάγοντας τον γυρισμό του· θέλουν να λείψει η φύτρα
του ισόθεου Αρκεισίου, να σβήσει το όνομά του απ᾽ την Ιθάκη.
Ας τον αφήσουμε όμως κι αυτόν στην τύχη του· ίσως πιαστεί,
ίσως γλιτώσει, ανίσως τείνει ο γιος του Κρόνου
χέρι προστάτη πάνω του.
Έλα λοιπόν, καλέ μου γέρο, πες μου ν᾽ ακούσω τα δικά σου βάσανα,
ό,τι ρωτήσω, θέλω την πάσα αλήθεια, να ᾽μαι σίγουρος·
ποιος είσαι κι από πού; ποια η πατρίδα σου και ποιοι οι γονείς σου;
με τι λογής καράβι άραξες στο νησί; πώς κι έτσι στην Ιθάκη
σ᾽ έφεραν οι ναυτικοί; για τη γενιά τους τάχα καμαρώνουν;
190Γιατί δεν το νομίζω να ᾽φτασες στα μέρη μας πεζός.»
Πήρε τον λόγο τότε κι αποκρίθηκε ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Να ᾽σαι απολύτως βέβαιος, θα σου ομολογήσω όλη την αλήθεια.
Αλλά κι αν είχαμε τον χρόνο με το μέρος μας, άφθονο φαγητό,
γλυκό κρασί σε τούτο το καλύβι· αν μας υπηρετούσαν άλλοι,
κι εμείς οι δυο, δίχως φροντίδες άλλες, το γλεντούσαμε· πάλι
δεν θα ᾽ταν εύκολο, ακόμη κι αν περνούσαμε ολόκληρη χρονιά μαζί,
να λέω εγώ κι εσύ ν᾽ ακούς τα πάθη της ψυχής μου,
όσα και πόσα υπόμεινα, με των θεών το θέλημα.