Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ
Ἱστορίαι (3.68.1-3.72.1)
[3.68.1] Τοιαῦτα δὲ οἱ Θηβαῖοι εἶπον. οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι δικασταὶ νομίζοντες τὸ ἐπερώτημα σφίσιν ὀρθῶς ἕξειν, εἴ τι ἐν τῷ πολέμῳ ὑπ᾽ αὐτῶν ἀγαθὸν πεπόνθασι, διότι τόν τε ἄλλον χρόνον ἠξίουν δῆθεν αὐτοὺς κατὰ τὰς παλαιὰς Παυσανίου μετὰ τὸν Μῆδον σπονδὰς ἡσυχάζειν καὶ ὅτε ὕστερον ἃ πρὸ τοῦ περιτειχίζεσθαι προείχοντο αὐτοῖς, κοινοὺς εἶναι κατ᾽ ἐκεῖνα, ὡς οὐκ ἐδέξαντο, ἡγούμενοι τῇ ἑαυτῶν δικαίᾳ βουλήσει ἔκσπονδοι ἤδη ὑπ᾽ αὐτῶν κακῶς πεπονθέναι, αὖθις τὸ αὐτὸ ἕνα ἕκαστον παραγαγόντες καὶ ἐρωτῶντες, εἴ τι Λακεδαιμονίους καὶ τοὺς ξυμμάχους ἀγαθὸν ἐν τῷ πολέμῳ δεδρακότες εἰσίν, ὁπότε μὴ φαῖεν, ἀπάγοντες ἀπέκτεινον καὶ ἐξαίρετον ἐποιήσαντο οὐδένα. [3.68.2] διέφθειραν δὲ Πλαταιῶν μὲν αὐτῶν οὐκ ἐλάσσους διακοσίων, Ἀθηναίων δὲ πέντε καὶ εἴκοσιν, οἳ ξυνεπολιορκοῦντο· γυναῖκας δὲ ἠνδραπόδισαν. [3.68.3] τὴν δὲ πόλιν ἐνιαυτὸν μέν τινα [Θηβαῖοι] Μεγαρέων ἀνδράσι κατὰ στάσιν ἐκπεπτωκόσι καὶ ὅσοι τὰ σφέτερα φρονοῦντες Πλαταιῶν περιῆσαν ἔδοσαν ἐνοικεῖν· ὕστερον δὲ καθελόντες αὐτὴν ἐς ἔδαφος πᾶσαν ἐκ τῶν θεμελίων ᾠκοδόμησαν πρὸς τῷ Ἡραίῳ καταγώγιον διακοσίων ποδῶν πανταχῇ, κύκλῳ οἰκήματα ἔχον κάτωθεν καὶ ἄνωθεν, καὶ ὀροφαῖς καὶ θυρώμασι τοῖς τῶν Πλαταιῶν ἐχρήσαντο, καὶ τοῖς ἄλλοις ἃ ἦν ἐν τῷ τείχει ἔπιπλα, χαλκὸς καὶ σίδηρος, κλίνας κατασκευάσαντες ἀνέθεσαν τῇ Ἥρᾳ, καὶ νεὼν ἑκατόμπεδον λίθινον ᾠκοδόμησαν αὐτῇ. τὴν δὲ γῆν δημοσιώσαντες ἀπεμίσθωσαν ἐπὶ δέκα ἔτη, καὶ ἐνέμοντο Θηβαῖοι. [3.68.4] σχεδὸν δέ τι καὶ τὸ ξύμπαν περὶ Πλαταιῶν οἱ Λακεδαιμόνιοι οὕτως ἀποτετραμμένοι ἐγένοντο Θηβαίων ἕνεκα, νομίζοντες ἐς τὸν πόλεμον αὐτοὺς ἄρτι τότε καθιστάμενον ὠφελίμους εἶναι. [3.68.5] καὶ τὰ μὲν κατὰ Πλάταιαν ἔτει τρίτῳ καὶ ἐνενηκοστῷ ἐπειδὴ Ἀθηναίων ξύμμαχοι ἐγένοντο οὕτως ἐτελεύτησεν. |
[3.68.1] Αυτά, περίπου, είπαν οι Θηβαίοι. Οι Λακεδαιμόνιοι δικαστές θεώρησαν πως ήταν σωστό και δίκαιο ν᾽ αρκεστούν στο ερώτημά τους, αν δηλαδή στον πόλεμο αυτό οι Πλαταιείς τούς είχαν ωφελήσει σε τίποτε. Σκέφτηκαν ότι, παλαιότερα, πολλές φορές τους είχαν ζητήσει (σύμφωνα με τις συνθήκες απ᾽ τον καιρό του Παυσανία στα μηδικά) να μείνουν έξω απ᾽ την σύρραξη και αργότερα, προτού περιτειχίσουν την πολιτεία, τους είχαν προτείνει να μείνουν ουδέτεροι, αλλά δεν το είχαν δεχτεί και καταλήξαν στο ότι μπορούσαν να θεωρήσουν πως δεν δεσμεύονται πια απ᾽ τις σπονδές εκείνες επειδή τις είχαν παραβιάσει βλάπτοντας την Σπάρτη. Τους έφεραν έναν-έναν μπροστά τους και τους ρώτησαν πάλι, αν, στον πόλεμο αυτό είχαν ωφελήσει σε τίποτε τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους τους και όταν απαντούσαν αρνητικά τους έστελναν στην εκτέλεση. Δεν έκαναν καμιά εξαίρεση. [3.68.2] Σκότωσαν περισσότερους από διακόσιους Πλαταιείς, είκοσι πέντε Αθηναίους που ήσαν κι αυτοί μέσα στην Πλάταια και τις γυναίκες τις πήραν δούλες. [3.68.3] Την πολιτεία την έδωσαν για ένα χρόνο σε μερικούς Μεγαρείς που είχαν εξοριστεί μετά από εσωτερική επανάσταση και σε μερικούς Πλαταιείς φίλους τους. Αργότερα όμως ξεθεμέλιωσαν την πόλη και με το υλικό έχτισαν ένα ξενώνα, κοντά στον ναό της Ήρας. Ήταν τετράγωνος με πλευρά διακόσια πόδια και είχε γύρω γύρω δωμάτια σε δύο πατώματα. Χρησιμοποίησαν και την ξυλεία απ᾽ τις στέγες και τα κουφώματα των σπιτιών της Πλάταιας. Με τα άλλα χάλκινα και σιδερένια υλικά κατασκεύασαν κρεβάτια και τ᾽ αφιέρωσαν στην Ήρα. Της έχτισαν κι έναν ναό εκατόμπεδο από πέτρα. Τις γαίες της πολιτείας τις δήμευσαν και τις μίσθωσαν στους Θηβαίους για δέκα χρόνια. [3.68.4] Αν οι Λακεδαιμόνιοι φάνηκαν τόσο σκληροί απέναντι της Πλάταιας, το έκαναν κυρίως —αν όχι μόνο— επειδή ήθελαν να ευχαριστήσουν τους Θηβαίους, τους οποίους θεωρούσαν πολύ χρήσιμους συμμάχους στον πόλεμο που βρισκόταν, τότε, στην πρώτη του φάση. [3.68.5] Αυτό ήταν το τέλος της Πλάταιας, ενενήντα τρία χρόνια από τότε που είχε γίνει σύμμαχος των Αθηναίων. |