Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (4.42.1-4.43.7)

[4.42.1] Θωμάζω ὦν τῶν διουρισάντων καὶ διελόντων Λιβύην [τε] καὶ Ἀσίην καὶ Εὐρώπην· οὐ γὰρ σμικρὰ τὰ διαφέροντα αὐτέων ἐστί· μήκεϊ μὲν γὰρ παρ᾽ ἀμφοτέρας παρήκει ἡ Εὐρώπη, εὔρεος δὲ πέρι οὐδὲ συμβάλλειν ἀξίη φαίνεταί μοι εἶναι. [4.42.2] Λιβύη μὲν γὰρ δηλοῖ ἑωυτὴν ἐοῦσα περίρρυτος, πλὴν ὅσον αὐτῆς πρὸς τὴν Ἀσίην οὐρίζει, Νεκῶ τοῦ Αἰγυπτίων βασιλέος πρώτου τῶν ἡμεῖς ἴδμεν καταδέξαντος, ὃς ἐπείτε τὴν διώρυχα ἐπαύσατο ὀρύσσων τὴν ἐκ τοῦ Νείλου διέχουσαν ἐς τὸν Ἀράβιον κόλπον, ἀπέπεμψε Φοίνικας ἄνδρας πλοίοισι, ἐντειλάμενος ἐς τὸ ὀπίσω δι᾽ Ἡρακλέων στηλέων διεκπλέειν ἕως ἐς τὴν βορηίην θάλασσαν καὶ οὕτω ἐς Αἴγυπτον ἀπικνέεσθαι. [4.42.3] ὁρμηθέντες ὦν οἱ Φοίνικες ἐκ τῆς Ἐρυθρῆς θαλάσσης ἔπλεον τὴν νοτίην θάλασσαν· ὅκως δὲ γίνοιτο φθινόπωρον, προσίσχοντες ἂν σπείρεσκον τὴν γῆν, ἵνα ἑκάστοτε τῆς Λιβύης πλέοντες γινοίατο, καὶ μένεσκον τὸν ἄμητον· [4.42.4] θερίσαντες δ᾽ ἂν τὸν σῖτον ἔπλεον, ὥστε δύο ἐτέων διεξελθόντων τρίτῳ ἔτεϊ κάμψαντες Ἡρακλέας στήλας ἀπίκοντο ἐς Αἴγυπτον. καὶ ἔλεγον ἐμοὶ μὲν οὐ πιστά, ἄλλῳ δέ [δή] τεῳ, ὡς περιπλέοντες τὴν Λιβύην τὸν ἥλιον ἔσχον ἐς τὰ δεξιά. [4.43.1] οὕτω μὲν αὕτη ἐγνώσθη τὸ πρῶτον, μετὰ δὲ Καρχηδόνιοί εἰσι οἱ λέγοντες, ἐπεὶ Σατάσπης γε ὁ Τεάσπιος ἀνὴρ Ἀχαιμενίδης οὐ περιέπλωσε Λιβύην, ἐπ᾽ αὐτὸ τοῦτο πεμφθείς, ἀλλὰ δείσας τό τε μῆκος τοῦ πλόου καὶ τὴν ἐρημίην ἀπῆλθε ὀπίσω, οὐδ᾽ ἐπετέλεσε τὸν ἐπέταξέ οἱ ἡ μήτηρ ἄεθλον. [4.43.2] θυγατέρα γὰρ Ζωπύρου τοῦ Μεγαβύξου ἐβιήσατο παρθένον· ἔπειτα, μέλλοντος [αὐτοῦ] διὰ ταύτην τὴν αἰτίην ἀνασκολοπιεῖσθαι ὑπὸ Ξέρξεω βασιλέος, ἡ μήτηρ τοῦ Σατάσπεος ἐοῦσα Δαρείου ἀδελφεὴ παραιτήσατο, φᾶσά οἱ αὐτὴ μέζω ζημίην ἐπιθήσειν ἤ περ ἐκεῖνον. [4.43.3] Λιβύην γάρ οἱ ἀνάγκην ἔσεσθαι περιπλέειν, ἐς ὃ ἂν ἀπίκηται περιπλέων αὐτὴν ἐς τὸν Ἀράβιον κόλπον. συγχωρήσαντος δὲ Ξέρξεω ἐπὶ τούτοισι ὁ Σατάσπης ἀπικόμενος ἐς Αἴγυπτον καὶ λαβὼν νέα τε καὶ ναύτας παρὰ τούτων ἔπλεε ἐπὶ Ἡρακλέας στήλας· [4.43.4] διεκπλώσας δὲ καὶ κάμψας τὸ ἀκρωτήριον τῆς Λιβύης τῷ οὔνομα Σολόεις ἐστί, ἔπλεε πρὸς μεσαμβρίην, περήσας δὲ θάλασσαν πολλὴν ἐν πολλοῖσι μησί, ἐπείτε τοῦ πλεῦνος αἰεὶ ἔδεε, ἀποστρέψας ὀπίσω ἀπέπλεε ἐς Αἴγυπτον. [4.43.5] ἐκ δὲ ταύτης ἀπικόμενος παρὰ βασιλέα Ξέρξεα ἔλεγε φὰς τὰ προσωτάτω ἀνθρώπους σμικροὺς παραπλέειν ἐσθῆτι φοινικηίῃ διαχρεωμένους, οἳ ὅκως σφεῖς καταγοίατο τῇ νηὶ φεύγεσκον πρὸς τὰ ὄρεα καταλείποντες τὰς πόλιας· αὐτοὶ δὲ ἀδικέειν οὐδὲν ἐσιόντες, πρόβατα δὲ μοῦνα ἐξ αὐτέων λαμβάνειν. [4.43.6] τοῦ δὲ μὴ περιπλῶσαι Λιβύην παντελέως αἴτιον τόδε ἔλεγε, τὸ πλοῖον τὸ πρόσω οὐ δυνατὸν ἔτι εἶναι προβαίνειν ἀλλ᾽ ἐνίσχεσθαι. Ξέρξης δέ οὔ οἱ συγγινώσκων λέγειν ἀληθέα, οὐκ ἐπιτελέσαντά γε τὸν προκείμενον ἄεθλον, ἀνεσκολόπισε, τὴν ἀρχαίην δίκην ἐπιτιμῶν. [4.43.7] τούτου δὲ τοῦ Σατάσπεος εὐνοῦχος ἀπέδρη ἐς Σάμον, ἐπείτε ἐπύθετο τάχιστα τὸν δεσπότεα τετελευτηκότα, ἔχων χρήματα μεγάλα, τὰ Σάμιος ἀνὴρ κατέσχε, τοῦ ἐπιστάμενος τὸ οὔνομα ἑκὼν ἐπιλήθομαι.

[4.42.1] Απορώ λοιπόν μ᾽ εκείνους που τράβηξαν διαχωριστικές γραμμές και μοίρασαν τη γη σε Λιβύη και Ασία και Ευρώπη· γιατί οι διαφορές ανάμεσα σ᾽ αυτές είναι μεγάλες, αφού σε μάκρος η Ευρώπη απλώνεται όσο οι δυο άλλες μαζί, κι όσο για το πλάτος μού φαίνεται ότι ούτε σύγκριση μπορεί να δεχτεί. [4.42.2] Γιατί βέβαια είναι γνωστό πως η Λιβύη βρέχεται γύρω γύρω από θάλασσα, εκτός από το μέρος της που συνορεύει με την Ασία, κάτι που πρώτος, απ᾽ ό,τι ξέρουμε, το έκανε ολοφάνερο ο Νεκώς, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, που, όταν σταμάτησε το σκάψιμο της διώρυγας που από το Νείλο φτάνει στον Αραβικό κόλπο, έστειλε με πλοίο Φοίνικες, με εντολή να γυρίσουν από τις Ηράκλειες στήλες και, διασχίζοντας τη βόρεια θάλασσα, να καταπλεύσουν στην Αίγυπτο· [4.42.3] λοιπόν ξεκίνησαν οι Φοίνικες από την Ερυθρά θάλασσα και αρμένιζαν στη νότια θάλασσα· και, κάθε που ερχόταν φθινόπωρο, έπιαναν στεριά σ᾽ όποιο μέρος της Λιβύης έφταναν με τα πλοία τους, έσπερναν τη γη και περίμεναν να ωριμάσει το σιτάρι, [4.42.4] κι αφού το θέριζαν συνέχιζαν το ταξίδι τους· κι έτσι διάβηκαν δυο χρόνια και τον τρίτο χρόνο προσπέρασαν τις Ηράκλειες στήλες και κατάπλευσαν στην Αίγυπτο. Και λέγανε —εγώ βέβαια δε δίνω πίστη στα λόγια τους, μπορεί όμως κάποιος άλλος να έδωσε— ότι, καθώς έκαναν με τα πλοία τους το γύρο της Λιβύης, είχαν τον ήλιο στο δεξί τους χέρι.
[4.43.1] Έτσι λοιπόν έγινε για πρώτη φορά γνωστή η Λιβύη και δεύτεροι που κάνουν λόγο γι᾽ αυτήν είναι οι Καρχηδόνιοι, μια και ο Σατάσπης, ο γιος του Τεάσπη, απ᾽ τη γενιά των Αχαιμενιδών, δεν έκανε με πλοίο το γύρο της Λιβύης, αν και του ανατέθηκε αυτή η αποστολή, αλλά φοβήθηκε και το μάκρος του ταξιδιού και την ερημιά και γύρισε πίσω, κι ούτε έφερε σε πέρας τον άθλο που του επέβαλε η μητέρα του. [4.43.2] Γιατί βίασε μια παρθένα, τη θυγατέρα του Ζωπύρου, του γιου του Μεγαβύζου· έπειτα, ενώ ήταν, με διαταγή του βασιλιά Ξέρξη, να παλουκωθεί γι᾽ αυτό το έγκλημα, η μητέρα του Σατάσπη, που ήταν αδερφή του Δαρείου, ζήτησε χάρη γι᾽ αυτόν, λέγοντας στον Ξέρξη πως η ίδια της [4.43.3] θα τον βάλει αναγκαστικά να κάνει το γύρο της Λιβύης με πλοίο, ώσπου κάνοντας το γύρο της να καταπλεύσει στον Αραβικό κόλπο. Κι όταν ο Ξέρξης έδωσε τη συγκατάθεσή του μ᾽ αυτό τον όρο, ο Σατάσπης πορεύτηκε στην Αίγυπτο και, αφού πήρε αποκεί καράβι και ναύτες, κατευθύνθηκε στις Ηράκλειες στήλες, [4.43.4] άφησε πίσω του το ακρωτήριο της Λιβύης που λέγεται Σολόης, και κατόπι έβαλε πλώρη προς το νότο και διέσχισε με το πλοίο του μεγάλη έκταση θάλασσας σε μήνες πολλούς· όμως το μάκρος του ταξιδιού δεν έλεγε να πάρει τέλος —κάθε άλλο!—, [4.43.5] γι᾽ αυτό έδωσε στο πλοίο αντίστροφη πορεία και πήρε το δρόμο του γυρισμού για την Αίγυπτο. Κι απ᾽ αυτήν έφτασε στο βασιλιά Ξέρξη και του αφηγόταν, λέγοντας πως με το πλοίο τους πέρασαν, στα μέρη τα πιο απόμακρα, από χώρα ανθρώπων μικροκαμωμένων, που φορούσαν ρούχα από φύλλα φοινικιάς· κι ετούτοι, κάθε φορά που το καράβι του έπιανε στεριά, έπαιρναν τα βουνά αφήνοντας έρημες τις πολιτείες τους· οι δικοί του όμως μπαίνοντας σ᾽ αυτές δεν άγγιζαν τίποτε, μόνο πρόβατα έπαιρναν απ᾽ αυτές. [4.43.6] Τώρα, αν δεν ολοκλήρωσε με το καράβι του το γύρο της Λιβύης, είναι επειδή το καράβι δεν μπορούσε πια να προχωρήσει πιο μπροστά αλλά έμενε ακίνητο. Ο Ξέρξης όμως δεν παραδεχόταν ότι του λέει την αλήθεια, και, επειδή δεν έφερε σε πέρας τον άθλο που του είχαν αναθέσει, τον παλούκωσε, τιμωρώντας τον με την αρχική ποινή. [4.43.7] Κι ένας ευνούχος αυτουνού του Σατάσπη, μόλις πληροφορήθηκε πως το αφεντικό του είχε πεθάνει, αμέσως δραπέτευσε στη Σάμο, παίρνοντας μαζί του πολλά χρήματα, που κάποιος Σάμιος του τα πήρε και τα κατακράτησε — τ᾽ όνομά του το ξέρω καλά, αλλά προτιμώ να μην το αναφέρω.