Ραψωδία ξ Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία
κι αυτός, αφήνοντας πίσω του το λιμάνι, πήρε ν᾽ ανηφορίζει
σε μονοπάτι απότομο, βαθιά στο δάσος προχωρώντας, γυρεύοντας
την άκρη, όπως εξήγησε η Αθηνά, να βρει
τον θείο χοιροβοσκό, εκείνον που το βιος του φρόντιζε
από τους άλλους δούλους πιο πολύ, όσους στη δούλεψή του είχε
ο Οδυσσέας ισόθεος.
Και τον εβρήκε καθισμένο στο υποστατικό μπροστά,
όπου χτισμένος ψήλωνε ο αυλόγυρος, σε χώρο ξάγναντο —
ωραίος περίβολος, μεγάλος.
Τον είχε χτίσει μόνος του ο χοιροβοσκός, για χοίρους,
σαν έφυγε ο κύρης του στα ξένα, απόμακρα κι απ᾽ τη βασίλισσα
κι από τον γέροντα Λαέρτη.
10Έκοψε τα λιθάρια και πάνω τους στεφάνωσε χλωρά κλωνάρια
αγριαπιδιάς, απέξω μπήγοντας πολλά παλούκια στη σειρά, πυκνά,
αφού πρώτα ξεφλούδισε το μαύρο της βαλανιδιάς.
Έφτιαξε μέσα στην αυλή δώδεκα χοιροστάσια,
το ᾽να με τ᾽ άλλο κολλητά, για να κοιμούνται οι χοίροι.
Κι ήσαν στο κάθε χοιροστάσι μαντρισμένες
πενήντα χαμοκύλιστες γουρούνες που γεννούσαν· οι αρσενικοί,
πολύ λιγότεροι, πλάγιαζαν έξω. Γιατί τους έτρωγαν θεόμορφοι οι μνηστήρες,
και δεν περίσσευαν πολλοί· έστελνε εκεί ο χοιροβοσκός, διαλέγοντας
απ᾽ τα θρεφτάρια, μέρα τη μέρα κι ένα χοίρο, τον καλύτερο.
20Ξέμειναν έτσι τρακόσοι εξήντα.
Σιμά τους τέσσερα σκυλιά, θηρία σωστά, μέρα και νύχτα φύλακες,
ησύχαζαν· τα είχε θρέψει ο καλός χοιροβοσκός, ο πρώτος υπηρέτης.
Την ώρα εκείνη ταίριαζε στα πόδια του σαντάλια,
κόβοντας σε λουρίδες δέρμα καλόχρωμο βοδιού.
Οι άλλοι έλειπαν, καθένας τους κι αλλού, βόσκοντας
τα γουρούνια — οι τρεις· τον τέταρτο τον έστειλε κάτω στην πόλη
να τους φέρει χοίρο, για να τον σφάξουν άθελά του οι αλαζονικοί μνηστήρες,
κρέας να χορτάσει η καρδιά τους.
Και ξαφνικά αλυχτώντας είδαν τον Οδυσσέα οι σκύλοι,
30έπεσαν πάνω του γαβγίζοντας, εκείνος όμως πονηρός
έσκυψε κάτω κι άφησε απ᾽ το χέρι το ραβδί.
Και μολοντούτο, εκεί στο χτήμα το δικό του, θα ζούσε τότε
ένα κακό ντροπής, αν ο χοιροβοσκός δεν πέταγε το δέρμα
που κρατούσε, αν δεν ορμούσε τρέχοντας να βγει προς την αυλόθυρα·
όπου, με δύναμη φωνάζοντας, απόδιωξε τους σκύλους
πετώντας πέτρες. Φύγαν οι σκύλοι εδώ κι εκεί,
και τότε εκείνος μίλησε στον κύρη του:
«Γέρο μου, λίγο ακόμη και θα σ᾽ έκαναν κομμάτια τα σκυλιά,
οπότε στα καλά καθούμενα το κρίμα θα ᾽ριχνες σ᾽ εμένα.
Μου φτάνουν όμως στεναγμοί και βάσανα όσα μου δώσαν οι θεοί,
40που μένω εδώ οδυρόμενος, θρηνώντας βασιλιά ισόθεο.
Να τρέφω εγώ παχιά γουρούνια γι᾽ άλλους, να τρώνε αυτοί, να τα χορταίνουν,
κι εκείνου να του λείπει το ψωμί, να βωλοδέρνει
σε πολιτείες και χώρες αλλόγλωσσων ανθρώπων —
αν βέβαια ζει, αν βλέπει ακόμη ηλίου φως.
Μόνο έλα τώρα στα βήματά μου, γέροντα, να μπούμε οι δυο μας στο καλύβι,
κι αφού το μέσα σου χορτάσει ψωμάκι και κρασί,
μου λες, αν θες, ποιος είναι ο τόπος σου και πόσα βάσανα
υπόμεινε η ψυχή σου.»
Μιλώντας του προχώρησε, και φτάνει στο καλύβι ο θείος χοιροβοσκός.
Τον έμπασε κι αυτόν και του είπε να καθήσει, αφού έστρωσε
50στο χώμα χλωρά κλαδιά κι έριξε πάνω τους το δέρμα
μαλλιαρής, άγριας γίδας — ήτανε το δικό του στρώμα,
φαρδύ και μαλακό.
Η τόση υποδοχή δίνει στον Οδυσσέα χαρά,
που τώρα μίλησε κι ευχήθηκε:
«Ο Δίας, ξένε, ας σου χαρίσει, κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί,
ό,τι ποθεί η ψυχή σου πιο πολύ, που με υποδέχτηκες τόσο φιλόξενα.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Το δίκιο, ξένε, δεν μ᾽ αφήνει του ξένου την τιμή
να αποστερήσω· όποιος κι αν φτάσει σπίτι μου,
ας είναι ταπεινότερός σου.
Γιατί όλοι οι ξένοι κι οι φτωχοί είναι του Δία αποσταλμένοι,
έτσι που το δικό μας χάρισμα, έστω και λίγο, γίνεται με αγάπη.
Τόσο και το δικαίωμα των δούλων, αφού από φόβο
σκύβουν πάντα το κεφάλι, σαν τύχει να ᾽χουν πάνω τους
60καινούργια αφεντικά.
Μόνο τον νόστο εκείνου τον έχουν δέσει οι θεοί!
Που θα με φρόντιζε κι εμένα, θα μ᾽ αγάπαγε, θα μου έστηνε νοικοκυριό —
σπίτι, χωράφι και περήφανη γυναίκα· όσα χαρίζει
ο καλόθυμος αφέντης στον δούλο του οίκου του,
φτάνει να δούλεψε πολύ, κι ένας θεός να ευλόγησε τον μόχθο του.
Έχει προκόψει κι ο δικός μου μόχθος, μ᾽ αυτά που κάνω
κι επιμένω, γι᾽ αυτό κι ο κύρης θα μου φύλαγε αμοιβή γενναία,
αν έμενε για να γεράσει εδώ.
Έφυγε όμως, χάθηκε! Ας ήταν σύρριζα η φύτρα της Ελένης
από προσώπου γης ν᾽ αφανιστεί, αυτή που έλυσε
τα γόνατα τόσων αντρών.
70Γιατί κι εκείνος μπήκε στο καράβι για την τιμή του βασιλιά Αγαμέμνονα,
στο Ίλιο πήγε, με τις καλές φοράδες, τους Τρώες να πολεμήσει.»
|