ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ [1163b] [1] Όπως το έχουμε ήδη πει, σε όλα τα είδη φιλίας ανάμεσα σε ανόμοιους ανθρώπους ισότητα δημιουργεί μεταξύ των δύο πλευρών και διασώζει τη φιλία η αναλογία στα ανταλλασσόμενα μεταξύ τους πράγματα. Στη φιλία π.χ. που γεννιέται μεταξύ των συμπολιτών: ο παπουτσής παίρνει για τα παπούτσια που έφτιαξε την αμοιβή που του αξίζει· το ίδιο και ο υφαντής και όλοι οι άλλοι. [1164a] Εδώ όμως έχει προβλεφθεί σαν κοινό υποχρεωτικό μέτρο το νόμισμα: όλα γίνονται σε αναφορά προς αυτό και με αυτό μετριούνται· στην ερωτική όμως φιλία άλλοτε παραπονιέται ο εραστής ότι, ενώ προσφέρει υπερβολική αγάπη δεν εισπράττει ως αντάλλαγμα ανάλογη αγάπη (μολονότι δεν λείπουν και οι περιπτώσεις που δεν έχει τίποτε το αξιαγάπητο) και, από την άλλη μεριά, ο αγαπημένος παραπονιέται ότι, ενώ πρώτα ο εραστής του τού υποσχόταν τα πάντα, τώρα δεν εκτελεί τίποτε από όλα αυτά. Όλα αυτά συμβαίνουν όταν ο εραστής αγαπάει τον αγαπημένο του για την ηδονή και εκείνος τον εραστή του για το όφελος και τα δύο αυτά στοιχεία δεν υπάρχουν στους δυο τους: αφού η φιλία τους βασιζόταν σ᾽ αυτά, η φιλία αυτή διαλύεται, όταν δεν εκπληρώνονται αυτά που ήταν ο σκοπός της φιλικής τους σχέσης· γιατί ο καθένας από τους δύο δεν αγαπούσε και δεν έκανε φίλο του τον άλλον γι᾽ αυτό που ήταν, αλλά για τις ιδιότητες που είχε, ιδιότητες όμως που δεν έχουν μονιμότητα και διάρκεια — αυτός είναι όμως ο λόγος που τέτοιες είναι και οι φιλίες. Η φιλία όμως που βασίζεται στον χαρακτήρα αυτόν καθεαυτόν των δύο φίλων, έχει διάρκεια, όπως το έχουμε ήδη πει. Διενέξεις δημιουργούνται μεταξύ αυτών των φίλων όταν ο καθένας τους παίρνει από τη φιλία τους κάτι διαφορετικό και όχι αυτό που επιθυμεί· γιατί είναι σαν να μη παίρνει τίποτε, όταν δεν παίρνει αυτό που επιθυμεί, όπως συνέβη, επιπαραδείγματι, και στη γνωστή ιστορία με τον κιθαρωδό: κάποιος του έδωσε πολλές υποσχέσεις, και μάλιστα ότι όσο πιο ωραία θα τραγουδούσε, τόσο περισσότερα θα έπαιρνε, όταν όμως το άλλο πρωί ο κιθαρωδός τού ζητούσε αυτά που του υποσχέθηκε, εκείνος του απάντησε ότι για την ευχαρίστηση που του έδωσε του έδωσε και αυτός ευχαρίστηση. Αν λοιπόν αυτό ήταν που επιθυμούσε ο καθένας τους, όλα θα ήταν εντάξει· αν όμως ο ένας ζητούσε διασκέδαση και ο άλλος κέρδος, και ο πρώτος έχει αυτό που ήθελε, ο άλλος όμως όχι, τότε η κοινή τους συμφωνία δεν εκτελέστηκε, λέω, σωστά· γιατί ο καθένας δίνει όλη του την προσοχή σ᾽ αυτό που συμβαίνει να του χρειάζεται, και για να το εξασφαλίσει, θα δώσει αυτά και αυτά. Τίνος όμως δουλειά είναι να καθορίσει την αξία; αυτού που δίνει ή αυτού που παίρνει; Γιατί αυτός που δίνει μοιάζει να αφήνει αυτό το πράγμα στον άλλον — κάτι που λένε ότι έκανε ο Πρωταγόρας· όταν, δηλαδή, δίδασκε σε κάποιον κάτι —ό,τι κι αν ήταν αυτό—, σύστηνε στον μαθητή του να εκτιμήσει αυτός την αξία αυτών που είχε μάθει, και έπαιρνε τόσα. Σ᾽ αυτού όμως του είδους τις περιπτώσεις κάποιοι προτιμούν να ακολουθούν το «στον καθένα η αμοιβή που συμφωνήθηκε». Αυτοί που παίρνουν από πριν τα χρήματα και ύστερα, λόγω των υπερβολικών τους υποσχέσεων, δεν κάνουν τίποτε από αυτά που επαγγέλθηκαν, είναι φυσικό να ξεσηκώνουν σε βάρος τους παράπονα, αφού δεν εκτελούν αυτά που συμφώνησαν. Αυτό οι σοφιστές είναι ίσως υποχρεωμένοι να το κάνουν, γιατί κανείς δεν θα τους έδινε χρήματα γι᾽ αυτά που ξέρουν! Αυτοί λοιπόν που δεν κάνουν αυτά για τα οποία πληρώθηκαν, είναι φυσικό να ξεσηκώνουν σε βάρος τους παράπονα. Όπου όμως δεν υπάρχει συμφωνία για την υπηρεσία που θα προσφερθεί, τότε αυτοί που δίνουν επειδή απλώς ο ένας θέλει το καλό του άλλου είναι, όπως το είπαμε ήδη, απαλλαγμένοι από παράπονα και κατηγόριες (αυτή είναι [1164b] η φιλία που βασίζεται στην αρετή) και η ανταπόδοση πρέπει να γίνεται στη βάση των προθέσεων και των επιλογών τους (αυτές αποτελούν το κύριο χαρακτηριστικό του φίλου και της αρετής). Έτσι είναι αρμόζον να γίνονται τα πράγματα και μεταξύ αυτών που συνδέονται μεταξύ τους στον χώρο της φιλοσοφίας· γιατί εδώ η αξία της προσφοράς δεν μετριέται με το χρήμα, και ούτε θα μπορούσε να υπάρξει τιμή ακριβώς αντίστοιχη προς αυτήν· ίσως είναι αρκετό να κάνει κανείς αυτό που μπορεί — όπως στην περίπτωση της σχέσης με τους θεούς και με τους γονείς. Όπου όμως κάνει κανείς προσφορές όχι με τέτοιους όρους, αλλά με τη συμφωνία για κάποια ανταπόδοση, είναι ασφαλώς προτιμότερο η ανταπόδοση να γίνεται με έναν τρόπο που να τον βρίσκουν σωστό και οι δύο πλευρές· αν αυτό δεν είναι δυνατό, τότε θα φαινόταν όχι μόνο αναγκαίο, αλλά και δίκαιο, να ορίσει την αξία της προσφοράς αυτός που τη δέχτηκε· γιατί αν αυτός που έκανε την προσφορά πάρει πίσω το ισόποσο της ωφέλειας που είχε αυτός που δέχτηκε την προσφορά του, ή αν πάρει το ποσό που ο άλλος θα πλήρωνε για να εξασφαλίσει την ευχαρίστηση που έλαβε, τότε θα έχει από τον λήπτη της προσφοράς του την ανταμοιβή που του αξίζει· το ίδιο, άλλωστε, φαίνεται να γίνεται και στις διαδικασίες της αγοράς· σε ορισμένα, επίσης, μέρη υπάρχουν νόμοι που δεν επιτρέπουν δικαστικές διαδικασίες όπου οι συμφωνίες των δύο μερών έγιναν με ελεύθερη κοινή τους θέληση, επειδή θεωρούν ότι, από τη στιγμή που κάποιος δημιούργησε μια συνεταιριστική σχέση με κάποιον άλλον βασισμένη στην εμπιστοσύνη, πρέπει να λύνει τη σχέση του με αυτόν τον άνθρωπο σύμφωνα με τους αρχικούς όρους της συμφωνίας τους. Θεωρεί δηλαδή ο νόμος ότι είναι πιο δίκαιο την ανταπόδοση να την ορίζει αυτός στον οποίο έδειξε κανείς εμπιστοσύνη παρά αυτός που του έδειξε εμπιστοσύνη. Γιατί αυτοί που έχουν ένα πράγμα και αυτοί που θέλουν να το αποκτήσουν δεν το αποτιμούν, συνήθως, με την ίδια αξία. Αυτό, πράγματι, που έχει ο καθένας μας στην κατοχή του και αυτό που δίνει στον άλλον το θεωρεί μεγάλης αξίας· εν πάση όμως περιπτώσει η ανταπόδοση γίνεται σύμφωνα με την αποτίμηση που κάνουν οι λήπτες. Ίσως όμως την αποτίμηση του πράγματος που έχει δεχτεί ο λήπτης πρέπει να την κάνει όχι με την αξία που αυτό του φαίνεται ότι έχει τώρα που βρίσκεται στην κατοχή του, αλλά με αυτήν με την οποία το αποτιμούσε προτού να γίνει κάτοχός του.
|