Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Συμπόσιον ἢ Λαπίθαι (39-42)


ΛΥΚΙΝΟΣ
[39] Ὁ τοίνυν Ἴων, Πρῶτος οὖν ἄρχομαι, ἔφη, εἰ δοκεῖ. καὶ μικρὸν ἐπισχών, Ἐχρῆν μὲν ἴσως, ἔφη, τοιούτων ἀνδρῶν παρόντων περὶ ἰδεῶν τε καὶ ἀσωμάτων εἰπεῖν καὶ ψυχῆς ἀθανασίας· ἵνα δὲ μὴ ἀντιλέγωσί μοι ὁπόσοι μὴ κατὰ ταὐτὰ φιλοσοφοῦσιν, περὶ γάμων ἐρῶ τὰ εἰκότα. τὸ μὲν οὖν ἄριστον ἦν μὴ δεῖσθαι γάμων, ἀλλὰ πειθομένους Πλάτωνι καὶ Σωκράτει παιδεραστεῖν· μόνοι γοῦν οἱ τοιοῦτοι ἀποτελεσθεῖεν ἂν πρὸς ἀρετήν· εἰ δὲ δεῖ καὶ γυναικείου γάμου, κατὰ τὰ Πλάτωνι δοκοῦντα κοινὰς εἶναι ἐχρῆν τὰς γυναῖκας, ὡς ἔξω ζήλου εἴημεν.
[40] Γέλως ἐπὶ τούτοις ἐγένετο ὡς οὐκ ἐν καιρῷ λεγομένοις. Διονυσόδωρος δέ, Παῦσαι, ἔφη, βαρβαρικὰ ἡμῖν ᾄδων· ποῦ γὰρ εὑρίσκοιμεν τὸν ζῆλον ἐπὶ τούτου καὶ παρὰ τίνι; Καὶ σὺ γὰρ φθέγγῃ, κάθαρμα; εἶπεν ὁ Ἴων, καὶ Διονυσόδωρος ἀντελοιδορεῖτο τὰ εἰκότα. ἀλλ᾽ ὁ γραμματικὸς Ἱστιαῖος ὁ βέλτιστος, Παύσασθε, ἔφη· ἐγὼ γὰρ ὑμῖν ἐπιθαλάμιον ἀναγνώσομαι. [41] καὶ ἀρξάμενος ἀνεγίνωσκεν. ἦν δὲ ταῦτα, εἴ γε μέμνημαι, τὰ ἐλεγεῖα·
Ἢ οἵη ποτ᾽ ἄρ᾽ ἥ γ᾽ Ἀρισταινέτου ἐν μεγάροισι
δῖα Κλεανθὶς ἄνασσ᾽ ἐτρέφετ᾽ ἐνδυκέως,
προὔχουσ᾽ ἀλλάων πασάων παρθενικάων,
κρέσσων τῆς Κυθέρης ἠδ᾽ αὐτῆς Ἑλένης.
νυμφίε, καὶ σὺ δὲ χαῖρε, † κρατερῶν κράτιστε ἐφήβων †,
κρέσσων Νιρῆος καὶ Θέτιδος παϊδός.
ἄμμες δὴ αὖθ᾽ ὑμῖν τοῦτον θαλαμήϊον ὕμνον
ξυνὸν ἐπ᾽ ἀμφοτέροις πολλάκις ᾀσόμεθα.
[42] Γέλωτος οὖν ἐπὶ τούτοις, ὡς τὸ εἰκός, γενομένου ἀρέσθαι ἤδη τὰ παρακείμενα ἔδει, καὶ ἀνείλοντο οἱ ἀμφὶ τὸν Ἀρισταίνετον καὶ Εὔκριτον τὰ πρὸ αὑτοῦ ἑκάτερος κἀγὼ τἀμὰ καὶ ὁ Χαιρέας ὅσα ἐκείνῳ ἔκειτο καὶ Ἴων ὁμοίως καὶ ὁ Κλεόδημος. ὁ δὲ Δίφιλος ἠξίου καὶ τὰ τῷ Ζήνωνι δὴ ἀπόντι παραδοθέντα φέρεσθαι καὶ ἔλεγε μόνῳ οἱ παρατεθῆναι αὐτὰ καὶ πρὸς τοὺς διακόνους ἐμάχετο, καὶ ἀντέσπων τῆς ὄρνιθος ἀντεπειλημμένοι ὥσπερ τὸν Πατρόκλου νεκρὸν ἀνθέλκοντες, καὶ τέλος ἐνικήθη καὶ ἀφῆκε πολὺν γέλωτα παρασχὼν τοῖς συμπόταις, καὶ μάλιστα ἐπεὶ ἠγανάκτει μετὰ τοῦτο ὡς ἂν τὰ μέγιστα ἠδικημένος.


ΛΥΚΙΝΟΣ
[39] Ο Ίωνας λοιπόν είπε: «Θα αρχίσω πρώτος, αν συμφωνείτε». Κι έπειτα από μια σύντομη παύση συνέχισε: «Ίσως θα έπρεπε, μια και είναι παρόντες εδώ τόσο εξαίρετοι άνθρωποι, να μιλήσω για “ιδέες” και “ασώματα” και για την αθανασία της ψυχής. Ωστόσο, για να μην αρχίσουν να με αντικρούουν όσοι δεν συμμερίζονται τις ίδιες φιλοσοφικές απόψεις, θα μιλήσω γι᾽ αυτά που ταιριάζουν στην περίσταση των γάμων. Το καλύτερο λοιπόν θα ήταν ο γάμος να μη χρειάζεται, αλλά ακολουθώντας τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη να είμαστε εραστές αγοριών· γιατί βέβαια μόνο αυτού του είδους οι άνθρωποι μπορούν να ολοκληρώσουν την πορεία τους προς την αρετή. Αν όμως θεωρηθεί απαραίτητος και ο γάμος με γυναίκα, θα έπρεπε, κατά την άποψη του Πλάτωνα, οι γυναίκες να είναι κοινές για όλους, ώστε να μην υπάρχει φθόνος μεταξύ μας».
[40] Τα λόγια αυτά ξεσήκωσαν πολύ γέλιο, καθώς ειπώθηκαν σε εντελώς ακατάλληλη περίσταση. Κι ο Διονυσόδωρος είπε: «Πάψε επιτέλους να μας τραγουδάς με βαρβαρισμούς. Πού θα μπορούσαμε να βρούμε τον όρο “φθόνος” με αυτή την έννοια, και σε ποιόν συγγραφέα;». «Τολμάς κι εσύ να μιλάς, κάθαρμα;» είπε ο Ίωνας, και ο Διονυσόδωρος του ανταπέδωσε την ανάλογη προσβολή. Ωστόσο ο γραμματικός Ιστιαίος, ο λεβέντης, είπε: «Σταματήστε. Εγώ θα σας διαβάσω έναν επιθαλάμιο ύμνο». [41] Κι αμέσως άρχισε να διαβάζει. Οι στίχοι, αν τους θυμάμαι καλά, ήταν οι εξής:
Τί λαμπρή του Αρισταίνετου η κόρη,
που μεγάλωνε μες στα παλάτια
και βασίλισσας είχε φροντίδα,
η γλυκιά θεϊκή Κλεανθίδα,
που ξεχώριζε απ᾽ όλες
τις άλλες τις παρθένες που ζούσαν εδώ,
ομορφότερη απ᾽ την Αφροδίτη,
κι απ᾽ αυτήν την Ελένη, θαρρώ.
Γεια χαρά σου κι εσένα, γαμπρέ μας,
δυνατότερε απ᾽ όλους τους νέους,
ομορφότερε κι απ᾽ τον Νιρέα
κι απ᾽ της Θέτιδας το ώριο παιδί.
Και εμείς θα το πούμε και πάλι
το τραγούδι αυτό της παστάδας,
τον κοινό για τους δυο σας τον ύμνο
θα τον πούμε ξανά και ξανά.
[42] Πολύ γέλιο ξεσηκώθηκε με όλα αυτά, όπως ήταν φυσικό, είχε έρθει όμως η ώρα να αρχίσουμε να καταναλώνουμε αυτά που ήταν σερβιρισμένα μπροστά μας, και πραγματικά ο Αρισταίνετος και ο Εύκριτος και οι υπόλοιποι πήραν αυτά που είχε ο καθένας μπροστά του, κι εγώ τα δικά μου, και ο Χαιρέας όσα αναλογούσαν σ᾽ εκείνον, και ο Ίωνας το ίδιο, καθώς και ο Κλεόδημος. Ο Δίφιλος όμως είχε την αξίωση να πάρει κι αυτά που αναλογούσαν στον Ζήνωνα, που είχε αποσυρθεί, και ισχυριζόταν πως αυτά είχαν σερβιριστεί μόνο για κείνον, και τσακωνόταν με τους υπηρέτες, που είχαν πιάσει την κότα και την τραβούσαν, σαν να διεκδικούσαν τη σορό του Πατρόκλου, και στο τέλος νικήθηκε και την άφησε, προκαλώντας πολύ γέλιο στους συμποσιαστές, και μάλιστα επειδή ήταν εξοργισμένος μετά απ᾽ αυτό, σαν να είχε υποστεί πολύ μεγάλη αδικία.