Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΛΟΓΓΟΣ
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (1.28.1-1.30.6)
[1.28.1] Τοιάσδε τέρψεις αὐτοῖς τὸ θέρος παρεῖχε. Μετοπώρου δὲ ἀκμάζοντος καὶ τοῦ βότρυος, Τύριοι λῃσταὶ Καρικὴν ἔχοντες ἡμιολίαν, ὡς ἂν μὴ δοκοῖεν βάρβαροι, προσέσχον τοῖς ἀγροῖς, καὶ ἐκβάντες σὺν μαχαίραις καὶ ἡμιθωρακίοις κατέσυρον πάντα τὰ εἰς χεῖρας ἐλθόντα, οἶνον ἀνθοσμίαν, πυρὸν ἄφθονον, μέλι ἐν κηρίοις· ἤλασάν τινας καὶ βοῦς ἐκ τῆς Δόρκωνος ἀγέλης. [1.28.2] Λαμβάνουσι καὶ τὸν Δάφνιν ἀλύοντα περὶ τὴν θάλασσαν· ἡ γὰρ Χλόη βραδύτερον ὡς κόρη τὰ πρόβατα ἐξῆγε τοῦ Δρύαντος, φόβῳ τῶν ἀγερώχων ποιμένων. Ἰδόντες δὲ μειράκιον μέγα καὶ καλὸν καὶ κρεῖττον τῆς ἐξ ἀγρῶν ἁρπαγῆς, μηδέτι μηδὲν μηδὲ εἰς τὰς αἶγας μηδὲ εἰς τοὺς ἄλλους ἀγροὺς περιεργασάμενοι κατῆγον αὐτὸν ἐπὶ τὴν ναῦν κλάοντα καὶ ἠπορημένον καὶ μέγα Χλόην καλοῦντα. [1.28.3] Καὶ οἱ μὲν ἄρτι τὸ πεῖσμα ἀπολύσαντες καὶ ταῖς κώπαις ἐμβαλόντες ἀπέπλεον εἰς τὸ πέλαγος· Χλόη δὲ κατήλαυνε τὸ ποίμνιον, σύριγγα καινὴν τῷ Δάφνιδι δῶρον κομίζουσα. Ἰδοῦσα δὲ τὰς αἶγας τεταραγμένας καὶ ἀκούσασα τοῦ Δάφνιδος ἀεὶ μεῖζον αὐτὴν βοῶντος, προβάτων μὲν ἀμελεῖ καὶ τὴν σύριγγα ῥίπτει, δρόμῳ δὲ πρὸς τὸν Δόρκωνα παραγίνεται δεησομένη βοηθεῖν. |
[1.28.1] Τέτοιες χαρές τους έδινε το καλοκαίρι. Μες στο φθινόπωρο όμως, τον καιρό που μέστωνε το σταφύλι, ήρθανε ληστές από την Τύρο (με καΐκι της Κάρου, για να μη φαίνονται για βάρβαροι), βγήκαν στον κάμπο με σπαθιά και θώρακες στο στέρνο και βάλθηκαν ν᾽ αρπάζουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους: μυρωδάτο κρασί, άφθονο στάρι, κερήθρες με μέλι, καθώς και μερικές αγελάδες απ᾽ το κοπάδι του Δόρκωνος. [1.28.2] Έπιασαν και τον Δάφνη, που τριγύριζε μονάχος στο γιαλό. (Η Χλόη, σαν κορίτσι που ήταν, φοβόταν την αποκοτιά των τσοπάνηδων και συνήθιζε να βγάζει τα πρόβατα του Δρύα λίγο αργότερα.) Σαν είδαν τέτοιο όμορφο μεγαλοκαμωμένο αγόρι, που άξιζε παραπάνω από το πλιάτσικο στα υποστατικά, δε νοιάστηκαν για τίποτ᾽ άλλο —μήτε για τις γίδες μήτε για τ᾽ άλλα υποστατικά— παρά τον κατέβασαν στο καΐκι, σαστισμένο και φωνάζοντας με κλάματα δυνατά τη Χλόη. [1.28.3] Ό,τι είχαν λύσει το παλαμάρι, πιάσει τα κουπιά κι ανοιχτεί στο πέλαγο όταν έβγαλε η Χλόη το κοπάδι της, φέρνοντας και μια καινούρια φλογέρα δώρο για τον Δάφνη. Βλέποντας τις γίδες ανάστατες κι ακούγοντας τον Δάφνη να την κράζει όλο και πιο δυνατά παράτησε τα πρόβατα, πέταξε τη φλογέρα κι έτρεξε να ζητήσει βοήθεια από τον Δόρκωνα. |