Το χέρι σου [στρ. γ]
στα κούφια, σε νεκρών ψυχές, βέλος τραχύ ας μη ρίχνει·
φόβος κανείς.» Έτσι είπε ο ίσκιος.
Και τότε ο Αμφιτρυωνιάδης,
με θάμπωμα στο νου, ρωτά:
«Σαν ποιός απ᾽ τους αθάνατους ή απ᾽ τους θνητούς εσένα,
τέτοιο βλαστάρι, σ᾽ έθρεψε; ποιά χώρα;
και ποιός σε σκότωσε; για πες·
και στη δική μου σίγουρα
90την κεφαλή η καλλίζωνη
Ήρα θα στείλει το φονιά·
αλλά για τούτα γνοιάζεται, θαρρώ, η ξανθή Παλλάδα.»
Και δάκρυσε ο Μελέαγρος κι έτσι είπε: «Δύσκολο είναι
σ᾽ έναν επίγειον άνθρωπο του αθάνατου θεού
τη γνώμη να λυγίσει·
της Άρτεμης, [αντ. γ.]
θεάς ανθοστεφάνωτης, χιονόκορφης, σεβάσμιας,
αλλιώς, η οργή θα σταματούσε
με τόσες δέησες και θυσίες
100γιδιών και κόκκινων βοδιών,
που ο αλογάρης πρόσφερνε πατέρας μου, ο Οινέας·
μα αλύγιστο ήταν της θεάς το πείσμα·
κάπρο με δύναμη φριχτή,
κάπρο στη μάχη αδίσταχτο
ξαπόστειλε η παρθένα θεά
στης Καλυδώνας τους πλατιούς
τους κάμπους· με μια δύναμη, που ξεχειλούσε, ορμώντας
τ᾽ αγρίμι ρήμαζε αμπελιών αράδες με το δόντι,
ξολόθρευε και πρόβατα κι ανθρώπους, αν κανείς
110του λάχαινε στο δρόμο.
Με τον κάπρο πολεμήσαμε τα πρώτα [επωδ. γ]
της Ελλάδας παλικάρια για έξι μέρες
μ᾽ άγριο πείσμα· κι όταν πια
οι Αιτωλοί, με θεία βοήθεια, είδαν τη νίκη,
θάβαμε όσους του άγριου ζώου,
του βροντόφωνου, ξολόθρεψε η ορμή,
τον Αγκαίο και τον Αγέλαο· τούτος ήταν
πιο ακριβός για μένα απ᾽ όλα μου τ᾽ αδέρφια,
τ᾽ άξια αδέρφια μου, που η μάνα μου η Αλθαία
120είχε κάμει μες στου Οινέα το ξακουστό
το παλάτι.
|