Η συμβολή των Αθηνών στα Μηδικά. [82] Με τις αρχές αυτές και αυτά τα ήθη ανάθρεψαν τη νέα γενιά και ανάδειξαν σε τέτοια παλικάρια αυτούς που αντιμετώπισαν την επιδρομή των εχθρών από την Ασία, ώστε κανείς ποτέ, ρήτορας ή ποιητής, δεν μπόρεσε να γράψει τίποτα αντάξιο στις λαμπρές πράξεις εκείνων. Και τους δικαιολογώ απόλυτα: Είναι το ίδιο δύσκολο να βρεις επαίνους για εκείνους που έχουν ξεπεράσει τις αρετές των άλλων, όσο και γι᾽ αυτούς που δεν έχουν κάνει τίποτα αξιόλογο: Σε τούτους δε βρίσκεις τί να επαινέσεις, σ᾽ εκείνους πάλι πού να βρεις λόγια που να αποδώσουν ταιριαστά τις πράξεις τους! [83] Και πράγματι πώς να βρεθούν λόγοι ταιριαστοί για τέτοιους άντρες, που ξεπέρασαν τόσο πολύ εκείνους που πολέμησαν στην Τροία; Εκείνοι δέκα χρόνια ολόκληρα χρειάστηκαν για μια μονάχα πόλη· ετούτοι μόνο σε λίγο χρόνο όλες τις ασιατικές δυνάμεις κατατρόπωσαν. Και δεν έσωσαν μόνο την πατρίδα του ο καθένας, αλλά εξασφάλισαν και την ελευθερία όλης της Ελλάδας. Και ποιά τάχα πράξη ή προσπάθεια ή κίνδυνο απόφυγαν, για να έχουν όσο ζούσαν το μέτωπο ψηλά, αφού και για τη δόξα, που θα αποχτούσαν μετά θάνατο, δέχτηκαν να πεθάνουν τόσο πρόθυμα; [84] Μάλιστα σκέφτομαι πως κάποιος θεός, από την παλικαριά τους θαμπωμένος, ξεσήκωσε τον πόλεμο αυτό, λεβέντες τέτοιοι να μην παν χαμένοι ούτε και να τελειώσουν τη ζωή τους άδοξα, αλλά να αξιωθούν την ίδια δόξα και τιμή που χαίρονται οι ημίθεοι, οι γεννημένοι από τους θεούς· γιατί και εκείνοι βέβαια παράδωσαν το σώμα τους στο θάνατο, υποκύπτοντας στην ανάγκη της ανθρώπινης φύσης τους, άφησαν όμως αθάνατη μνήμη της αρετής τους. [85] Ανέκαθεν βέβαια οι πρόγονοί μας και οι Σπαρτιάτες είχαν μεγάλο ανταγωνισμό ανάμεσά τους, όμως τα χρόνια εκείνα ανταγωνίστηκαν για έναν ωραιότατο σκοπό. Δεν έβλεπαν ο ένας τον άλλο με μίσος εχθρικά, αλλά αντικρίζονταν αντίπαλοι ευγενικοί για τα πρωτεία της αρετής. Δεν κολάκευαν το βάρβαρο, για να υποδουλώσουν την Ελλάδα με τη δικιά του συνδρομή, αλλά μπροστά στη σωτηρία των Ελλήνων ομονοούσαν πάντα και ανταγωνίζονταν μονάχα ποιός από τους δυο θα συντελέσει περισσότερο σ᾽ αυτή. Και πρώτα πρώτα έδειξαν την παλικαριά τους σ᾽ εκείνους που έστειλε ο Δαρείος. [86] Δηλαδή, όταν αποβιβάστηκαν στην Αττική οι Πέρσες, οι Αθηναίοι δεν περίμεναν τους συμμάχους, αλλά θεώρησαν προσωπική υπόθεσή τους τον κοινό αγώνα των Ελλήνων και αντιμετώπισαν μόνο με τη δικιά τους δύναμη αυτούς που έδειξαν καταφρόνεση για όλη την Ελλάδα —μια χούφτα άνθρωποι ενάντια σε πολλές μυριάδες— σαν να διακινδύνευαν ζωές που δεν ήταν δικές τους. Οι άλλοι πάλι δεν πρόλαβαν να μάθουν το πόλεμο στην Αττική και, αφήνοντας στην άκρη κάθε άλλη έγνοια τους, έτρεξαν να μας βοηθήσουν, με τόση μάλιστα σπουδή, όση θα έδειχναν, αν θα εκπορθούσαν οι εχθροί την ίδια τους τη χώρα. [87] Νά τώρα και η απόδειξη για την ευγενικιά τους άμιλλα και τη σπουδή τους: Την ίδια μέρα, λένε, που οι πρόγονοί μας έμαθαν την απόβαση των βαρβάρων έτρεξαν να υπερασπίσουν τα σύνορα της χώρας και, αφού τους νίκησαν στη μάχη, έστησαν τρόπαιο του θριάμβου τους ενάντια στους εχθρούς. Οι Σπαρτιάτες πάλι σε τρείς μονάχα μέρες και άλλες τόσες νύχτες κατάφεραν να διασχίσουν χίλια διακόσια στάδια, μάλιστα με ρυθμό πορείας στρατιωτικής. Τόσο πολύ βιάστηκαν και οι δυο, οι Σπαρτιάτες για να λάβουν μέρος στον αγώνα και οι Αθηναίοι για να αγωνιστούν πριν να έρθει η βοήθεια. [88] Ύστερα από αυτά έγινε η δεύτερη εκστρατεία, που τη διεύθυνε προσωπικά ο Ξέρξης, αφού άφησε τα παλάτια του και τόλμησε να γίνει αρχιστράτηγος και αφού ξεσήκωσε μαζί του όλους τους Ασιάτες. Γι᾽ αυτόν όσες υπερβολές και αν πεις, πάλι πιο κάτω από την πραγματικότητα θα είναι. [89] Είχε μια τέτοια αλαζονεία και έπαρση, ώστε θεώρησε ασήμαντο κατόρθωμα να υποτάξει την Ελλάδα και, έχοντας τη φιλοδοξία να αφήσει στην ανθρωπότητα μνημείο που να ξεπεράσει κάθε δυνατότητα ανθρώπινη, δεν ησύχασε παρά μόνο αφού σοφίστηκε και ανάγκασε να γίνει αυτό που όλοι έχουν να το λένε: Να διαβεί το πεζικό μέσα από τη θάλασσα, με το γεφύρι στον Ελλήσποντο, και να διαπλεύσει ο στρατός του τη στεριά, με τη διώρυγα στον Άθω. [90] Λοιπόν αυτόν τον άνθρωπο, που τόσο το είχε πάρει απάνω του, που τόσο μεγάλα έργα τεχνικά κατάφερε, που ήταν αφέντης και μονάρχης σε τόσα πλήθη αμέτρητα, οι πρόγονοί μας τον αντιμετώπισαν μοιράζοντας ισότιμα το βάρος του κινδύνου: Οι Σπαρτιάτες στις Θερμοπύλες, στο πεζικό του αντιμέτωποι, με χίλια δικά τους παλικάρια διαλεχτά και από τους συμμάχους λίγους, για να τον εμποδίσουν στο στενό να προχωρήσει προς τα κάτω, και οι δικοί μας πατεράδες στο Αρτεμίσιο με εξήντα πολεμικά καράβια απέναντι σε όλο το στόλο των εχθρών. [91] Είχαν την τόλμη να κάνουν τέτοια κατορθώματα όχι τόσο γιατί καταφρονούσαν τον εχθρό, όσο γι᾽ αυτή την άμιλλα που είχαν μεταξύ τους: Οι Σπαρτιάτες, ζηλεύοντας την πόλη μας για το θρίαμβό της στο Μαραθώνα, λαχταρούσαν να εξισωθούν μαζί μας και είχαν πάντα το φόβο μήπως δυο φορές στη σειρά η πόλη μας εξασφαλίσει μόνη της τη σωτηρία της Ελλάδας. Οι δικοί μας πάλι ποθούσαν πρώτα πρώτα να διατηρήσουν τη δόξα που απόχτησαν και να κάμουν σε όλον τον κόσμο φανερό ότι και πριν με την παλικαριά τους νίκησαν και όχι με τη βοήθεια της τύχης, και έπειτα είχαν σκοπό να ξεσηκώσουν τους Έλληνες σε ναυτικό αγώνα κατά των Περσών, με το παράδειγμά τους αποδείχνοντας πως και στους ναυτικούς αγώνες, ακριβώς όπως και στους αγώνες της στεριάς, η παλικαριά πάντα νικάει την αριθμητική υπεροχή. [92] Την ίδια λοιπόν τόλμη έδειξαν και οι δυο, όμως δεν είχαν και την τύχη ίδια: Εκείνοι χάθηκαν στη μάχη. Με τις ψυχές τους νίκησαν, με τα κορμιά δεν άντεξαν· δεν επιτρέπεται λοιπόν να πούμε πως νικήθηκαν, αφού κανένας μάλιστα δε δέχτηκε να φύγει. Οι πρόγονοί μας πάλι νίκησαν βέβαια την πρώτη μοίρα του στόλου του εχθρικού, μα, όταν έμαθαν πως οι εχθροί ήταν πια κύριοι στις Θερμοπύλες, γύρισαν στην πατρίδα τους, οργάνωσαν την άμυνα και πήραν τέτοιες αποφάσεις για την τακτική που θα ακολουθούσαν παραπέρα, ώστε ξεπέρασαν σ᾽ αυτές τις τελευταίες μάχες όλα τα προηγούμενα λαμπρά τους κατορθώματα. [93] Την ώρα δηλαδή που όλοι οι σύμμαχοι είχαν χάσει το θάρρος τους και οι Πελοποννήσιοι έχτιζαν τείχος στον Ισθμό, για να εξασφαλίσουν τη δικιά τους μόνο σωτηρία· την ώρα που οι άλλες πόλεις είχαν πέσει στα χέρια των εχθρών και είχαν μάλιστα εκστρατεύσει και μαζί τους — εξόν καμιά ασήμαντη, που δεν τη λογάριασαν· την ώρα που χίλια διακόσια πολεμικά καράβια έπλεαν εναντίον τους, ενώ αναρίθμητος στρατός από τη στεριά ήταν να μπει στην Αττική· την ώρα που καμιά ελπίδα σωτηρίας δεν κρυφόλαμπε από πουθενά και ήταν από συμμάχους έρημοι, γυμνοί από κάθε ελπίδα· [94] την ώρα που ήταν στο χέρι τους όχι μονάχα από κείνους τους κινδύνους να γλιτώσουν, αλλά και ένα σωρό προνόμια προσωπικά να εξασφαλίσουν, όπως υπόσχονταν ο Ξέρξης, αν θα του έδιναν το ναυτικό της πόλης — πίστευε, βλέπετε, πως έτσι θα κυριαρχούσε αμέσως και στην Πελοπόννησο· την ώρα αυτή, την κρισιμότατη για κείνους, δε δέχτηκαν τις προσφορές του ούτε και έτρεξαν προς τις προτάσεις των βαρβάρων για συνθηκολόγηση οργισμένοι με τους άλλους Έλληνες, που τους είχαν προδώσει. [95] Αντίθετα: οι ίδιοι ετοιμάζονταν να αγωνιστούν αγώνα έσχατο για την Ελευθερία, χωρίς να νιώθουν όμως και καμιά μνησικακία για τους άλλους, που προτιμούσαν τη σκλαβιά. Πίστευαν, βλέπετε, πως οι μικρές και ασήμαντες πόλεις έχουν το δικαίωμα να επιζητούν τη σωτηρία τους με κάθε μέσο· εκείνες όμως που έχουν την αξίωση να ρυθμίζουν την τύχη της Ελλάδας δεν είναι δυνατό να αποφεύγουν τους κινδύνους. Όπως για κάθε τίμιο και άξιο άνθρωπο ένας ένδοξος θάνατος είναι προτιμότερος από μια ζωή βουτηγμένη στην ντροπή, έτσι και για τις πόλεις που ξεχωρίζουν από τις άλλες είναι πιο ωφέλιμο να εξαφανιστούν από το πρόσωπο της γης παρά να τις δουν ντροπιασμένες στη σκλαβιά. [96] Είναι φανερό πως η σκέψη αυτή στάθηκε οδηγός τους. Και αφού δεν είχαν τη δύναμη να αντιμετωπίσουν τον εχθρό στη στεριά και στη θάλασσα μαζί, παράλαβαν όλο τον άμαχο πληθυσμό και τράβηξαν για το γειτονικό νησί της Σαλαμίνας, για να μπορέσουν να πολεμήσουν πρώτα με τη μια και ύστερα με την άλλη από τις δυο δυνάμεις του εχθρού. Πώς θα ήταν δυνατό λοιπόν να βρεθούν άντρες πιο γενναίοι από αυτούς ή με πιο μεγάλη αφοσίωση στους Έλληνες, αφού άντεξαν να δουν την πόλη τους να ερημώνεται, τη χώρα τους να καταστρέφεται, τα ιερά να λεηλατούνται και τους ναούς να καίγονται και όλη την κατάρα του πολέμου να ζώνει τη δικιά τους πόλη, μόνο και μόνο για να μη γίνουν η αιτία να πέσουν στη σκλαβιά οι άλλοι Έλληνες; [97] Και σαν να μην τους έφταναν αυτά, έτοιμοι ήταν να τα βάλουν μόνοι τους με χίλια διακόσια πλοία του εχθρού. Μα δεν τους άφησαν μονάχους: Επειδή ντράπηκαν οι Πελοποννήσιοι την αρετή τους και νόμισαν πως, αν χαθούν οι δικοί μας, ούτε και εκείνοι θα γλιτώσουν τελικά, αν πάλι καταφέρουν και νικήσουν, οι πόλεις οι δικές τους θα βουτηχτούνε στη ντροπή, αναγκάστηκαν να πάρουν μέρος στον αγώνα. Και για την αναταραχή πάνω στη μάχη, για τις πολεμικές κραυγές και για τις ενθαρρυντικές προτροπές —χαρακτηριστικά κοινά σε όλες τις ναυμαχίες— έχω τη γνώμη πως δεν πρέπει να χάσω ώρα να τα πω. [98] Όμως τις πράξεις τις ξεχωριστές, που αξίζουν την ηγεμονία και είναι σύμφωνες με όσα προανάφερα, αυτές είναι το χρέος μου να σας παρουσιάσω: Η πόλη μας λοιπόν, όταν είχε τη δύναμή της όλη ανέπαφη, είχε μια τέτοια υπεροχή απέναντι στις άλλες, ώστε, και ρημαγμένη ακόμα, έβαλε στον κοινό αγώνα της Ελλάδας τριήρεις περισσότερες από όσες όλοι μαζί οι άλλοι Έλληνες, που έλαβαν μέρος στη ναυμαχία τότε. Και σίγουρα κανείς δεν έχει τόση εμπάθεια μαζί μας, ώστε να μην ομολογεί ότι η ναυμαχία αυτή είναι που εξασφάλισε τη νίκη μας στους Περσικούς πολέμους και τούτη πάλι ήταν βασικά κατόρθωμα της πόλης μας μονάχα. [99] Άμα λοιπόν είναι να γίνει εκστρατεία εναντίον των βαρβάρων, ποιοί είναι φυσικό να έχουν την ηγεμονία; Δεν είναι αυτοί που και στον προηγούμενο πόλεμο ξεχώρισαν από όλους, που πρόταξαν πολλές φορές σαν άτομα τα στήθη τους στον κίνδυνο για το κοινό συμφέρον, όπου δέχτηκαν τα πρωτεία; Δεν είναι αυτοί που άφησαν την πόλη τους, για να σωθούν οι άλλοι, που τον παλιό καιρό ίδρυσαν τις πιο πολλές πόλεις και που πολλές φορές τις έσωσαν από μεγάλες συμφορές; Δε θα ήταν τάχα προσβολή απαράδεκτη, αν θα κριθούμε άξιοι εμείς για πιο μικρές τιμές, τη στιγμή που σηκώσαμε στις πλάτες μας τις πιο μεγάλες συμφορές, και αν θα αναγκαστούμε να ακολουθούμε τώρα άλλους, τη στιγμή που τότε πρώτοι πρώτοι εμείς αντιμετωπίσαμε τον κίνδυνο που απειλούσε όλη την Ελλάδα;
|