9. Ο ΑΔΙΑΝΤΡΟΠΟΣ [9.1] [Αδιαντροπιά είναι —για να την περιγράψουμε με έναν ορισμό— να αδιαφορεί κανείς για την κακή του φήμη για χάρη του κέρδους,] [9.2] ενώ ο αναίσχυντος το είδος του ανθρώπου που, πρώτον, γυρίζει και ζητά δανεικά από κάποιον, τον οποίο δεν έχει ξεχρεώσει· έπειτα, [9.3] αφού κάνει θυσία στους θεούς, ο ίδιος πηγαίνει να δειπνήσει στο σπίτι κάποιου άλλου, ενώ τα (δικά του) κρέατα τα αλατίζει και τα αποθηκεύει. Προσκαλεί, μάλιστα, και τον ακόλουθό του και του δίνει, παίρνοντας από το τραπέζι, κρέας και ψωμί, και του λέει, ενώ τον ακούν όλοι: «Φάε καλά, Τίβειε». [9.4] Όταν πηγαίνει να αγοράσει τρόφιμα, υπενθυμίζει στον κρεοπώλη οποιαδήποτε περίπτωση που τυχόν του φάνηκε χρήσιμος, και αφού πάει και καθίσει πλάι στη ζυγαριά, ρίχνει μέσα κατά προτίμηση κρέας, ειδάλλως κανένα κόκαλο για τη σούπα. Αν μπορέσει και τα εξασφαλίσει αυτά, έχει καλώς, αν όχι, τότε αρπάζει, γελώντας ταυτόχρονα, κανένα έντερο από τον πάγκο και φεύγει. [9.5] Όταν οι άνθρωποι που φιλοξενεί αγοράσουν θέσεις για το θέατρο, παρακολουθεί το θέαμα μαζί τους, χωρίς να πληρώσει το μερίδιό του, ενώ την επόμενη μέρα φέρνει και τους γιους του και τον παιδαγωγό. [9.6] Αν κανείς καταφέρει και αγοράσει κάποια πράγματα σε τιμή ευκαιρίας, του ζητά να δώσει μερίδιο και σ᾽ αυτόν. [9.7] Πηγαίνει στο ξένο σπίτι και δανείζεται κριθάρι, καμιά φορά και άχυρο, αναγκάζοντας μάλιστα τους δανειστές του να του τα κουβαλήσουν στο σπίτι του. [9.8] Είναι ικανός να πάει στους λέβητες με το ζεστό νερό στα λουτρά, να γεμίσει τον κάδο και να ξεπλυθεί μόνος του· και ενώ ο λουτράρης διαμαρτύρεται με φωνές, του λέει «Έχω ήδη λουστεί» κι έπειτα φεύγοντας: «Δεν σου χρωστώ καμιά χάρη».
|