Νύκτα ητον, που οι αέρηδες χειρότερα μανίζουν
310και πιο φυσούν και πιο κτυπούν και πιότερο δριμύζουν
κι απάνω στ᾽ ακροθάλασσα μαζί σύγκρατοι πέφτουν.
Τότε κι ο Λέανδρος να βρει την ακριβή του νύφη,
με τον γιαλό τον άπονο φρικτά χαροπαλεύει.
Τότε πηδούσε το νερό, κύμα στο κύμα εκύλα
315κι ο ουρανός κι η θάλασσα τότε γινήκαν ένα·
κι από παντού σηκώθη αχός που μάχονται οι ανέμοι,
ο Εύρος με τον Ζέφυρο, με τον Βορράν ο Νότος·
και δώσ᾽ του κτύπος άπαυτος της βροντοκυματούσας.
Ο Λέανδρος βαρύπαθος ανάμεσα στο ρέμα
320πολλές φορές παρακαλεί την θαλασσαφροδίτη,
πολλές φορές τον βασιλιά, που ορίζει τα πελάγη·
δεν ξέχασε και τον Βορρά, τον νιο τον διωγματάρη.
Μα δεν εβόηθησε κανείς και δεν έφθασε ο Έρως
να τόνε σώσει· από παντού το φουσκωμένο κύμα
325τον έδερνε, τον έπαιρνε, του σύντριβε τα πόδια·
και των χεριών του η δύναμη ασάλευτη πιον ήτον.
Έξαφνα εχύθη και νερό καμπόσο στον λαιμό του,
κι ήπιε ποτόν ανώφελο, ποτόν άρμη γεμάτο,
κι άνεμος έσβησε πικρός τον άπιστο τον λύχνο
330και την ψυχή και αγάπη του του θλιβερού Λεάνδρου.
333Εκείνη όσό ᾽βλεπε ν᾽ αργεί μ᾽ ολάγρυπνα τα μάτια
έστεκε, κι απ᾽ τες έννοιες της σαν κύμα έδερνε ο νους της.
335Ήρθ᾽ η Αυγούλα, μόν᾽ η Ηρώ δεν είδε τον καλό της!
και πάντοθ᾽ έριχνε ματιές στης θάλασσας τα πλάτια
μήπως και δει τον άνδρα της να παραδέρνει κάπου,
αφότου ο λύχνος έσβησε. Μόν᾽ άμα ομπρός στον μώλο
του πύργου τον είδε νεκρό στα βράχη να κτυπιέται,
340εξέσκισε το κεντητό χιτώνι της στα στήθη
κι ερίχθη κατακεφαλής από τον όρθιο πύργο
κι απάνω απέθαν᾽ η Ηρώ στον άψυχό της άνδρα,
κι απόμειναν αγκαλιαστά και τα δυο λείψανά τους.
|