ΝΕΟ. Ήρθαν με κοκκινόπλωρο καράβι
ο άρχοντας ο Οδυσσέας μαζί κι ο γέρος
ο τροφός του πατέρα μου στη Σκύρο
να με ζητήσουν λέγοντας, ή αλήθεια
ή έτσι του βρόντου, πως δε θα γενόνταν,
μια κι ο πατέρας μου έλειψε, να πάρει
άλλος κανείς έξω από με την Τροία.
Αυτά και τέτοια ακούοντας, δεν ήταν
και πολύ που χρειάστηκε να πάρω
αμέσως την απόφαση, προπάντων
350απ᾽ τη λαχτάρα που είχα, πριν τον θάψουν,
να ιδώ τον πεθαμένο μου πατέρα,
που δεν τον είχα ζωντανό γνωρίσει·
μα εκτός αυτό, καλός ήταν κι ο λόγος
να πάω να πάρω εγώ της Τροίας τα κάστρα.
Κι έτσι αφού κάμαμε πανιά, την άλλη
μέρα στο Σίγειο το πικρό είχα κιόλας
αράξει κι άμα βγήκα, ο στρατός όλος
μ᾽ ανοιχτές με τριγύρισαν αγκάλες
κι ορκίζονταν πως έβλεπαν τον ίδιο
τον Αχιλλέα ξαναζωντανεμένο·
μα εκείνος κείτονταν νεκρός και γω,
360αφού τον έκλαψα ο άμοιρος, πηγαίνω
σε λίγες μέρες στους Ατρείδες, όπως
σε φίλους φυσικά, να τους ζητήσω
του πατέρα μου τ᾽ άρματα κι ό,τι άλλο
ήταν δικό του· πού να βάλει ο νους μου
πως θ᾽ άκουα τέτοια ξεσκισμένα λόγια;
«Γιε του Αχιλλέα, όλα τ᾽ άλλα πού ηταν
του πατέρα σου, πάρ᾽ τα, είναι δικά σου·
μα εκείνη την αρματωσιά του τώρα
άλλος, του Λαέρτη ο γιος εξουσιάζει.»
Μα εμένα βούρκωσαν τα μάτια· επάνω
πετιούμαι ευτύς, βαρύ θυμό γιομάτος,
κι «Άθλιοι» τους λέγω «κι έχετε στ᾽ αλήθεια
τολμήσει, τα όπλα τα δικά μου σ᾽ άλλον
αντίς εμέ να δώσετε και δίχως
370πριν καν να με ρωτήσετε και μένα;»
Κι ο Οδυσσέας παρών εκεί μου λέει:
«Μάλιστα, νέε, μου τα ᾽χουν δώσει μ᾽ όλο
το δίκιο, γιατ᾽ εγώ με τα δικά μου
τα χέρια τα ᾽σωσα κι αυτά και κείνον.»
Μ᾽ άφρισα εγώ κι ευτύς σού τον αρχίζω
μ᾽ όλες του κόσμου τις βρισιές, χωρίς
καμιά ν᾽ αφήσω, που καλά και σώνει
θα μου ᾽παιρνε τ᾽ άρματα τα δικά μου.
Κι αυτός, σαν έφτασε ως εκεί το πράμα,
κεντημένος μ᾽ όσα άκουσε, αν και ξέρει
να κρατά το θυμό, μου απάντησ᾽ έτσι:
«Δεν ήσουν όπου εμείς, μα έλειπες όπου
380δεν έπρεπε· μ᾽ αφού το θράσος έχεις
και να μιλάς, ποτέ δε θα γυρίσεις
με τα όπλ᾽ αυτά, και ξέρε το, στη Σκύρο.»
Έτσι λοιπόν εγώ, μετά ᾽πό τέτοιες
προσβολές και βρισιές, γυρίζω τώρα
στην πατρίδα μου πίσω, στερημένος
χτήμα δικό μου απ᾽ τον κακόψυχο
και κακής φάρας γέννημα Οδυσσέα.
Μα πάλι τόσο και μ᾽ αυτόν δεν τα ᾽χω,
όσο με εκείνους που ᾽ναι η εξουσία·
γιατ᾽ είναι αυτοί το παν στην πολιτεία
και σ᾽ όλο το στρατό· κι όσοι απ᾽ τους άλλους
παραστρατούν, με το παράδειγμά τους
να γίνουνται κι αυτοί κακοί μαθαίνουν.
Είπα όλα που είχα· κι όποιος τους Ατρείδες
εχθρεύεται, είθε τόσο και δικός μου
390φίλος να ᾽ναι καθώς και των θεών.
|