ΔΗΙ. Αλίμονό μου, η άμοιρη· τί να ᾽ναι
αυτό που μ᾽ εύρε; τί κακό μεγάλο
πὄμπασα μες στα σπίτια μου, χωρίς
να το γνωρίζω; Ω συφορά μου, αλήθεια
μια άγνωστ᾽ ήταν, καθώς δα τ᾽ ορκιζόταν
κι αυτός που την προβόδιζε εδώ πέρα.
ΑΓΓ. Και πάρα πολύ βέβαια σφαντάζει
κι απ᾽ ομορφιά κι απ᾽ αρχοντιά· η γενιά της,
380του Εύρυτου θυγατέρα και τη λέγαν
Ιόλη τότε· μα εδώ, τίποτα εκείνος
δεν ήξερε να πει για τη σειριά της,
γιατί ούτε, τάχα, ζήτησε να μάθει.
ΧΟΡ. Να χαθούν — όχι όλ᾽ οι κακοί, μα εκείνος
που έν᾽ άπρεπο κακό κρυφά δουλεύει.
ΔΗΙ. Τί πρέπει τώρα, φίλες μου, να κάμω;
γιατ᾽ εγώ μένω σαν αλαλιασμένη
μ᾽ αυτά που εδώ μαθαίνω. ΧΟΡ. Πήγαινε
να ρωτήσεις τον ίδιο, και μπορεί ίσως
να σου πει την αλήθεια, αν συ θελήσεις
να του τρίξεις τα δόντια. ΔΗΙ. Ναι, θα πάω,
γιατ᾽ άσκημη δεν είναι η συμβουλή σου.
ΧΟΡ. Και μεις να περιμένομε; ή τί πρέπει
390να κάμομε; ΔΗΙ. Να μένεις, γιατί νά τον
κι ο ίδιος, που χωρίς να του μηνύσω,
μα απρόσκλητος μας έρχεται από μέσα.
ΛΙΧ. Τί έχεις να παραγγείλεις, δέσποινά μου,
να λέω στον Ηρακλή, όταν θα πάω,
γιατί, βλέπεις, είμ᾽ έτοιμος να φεύγω.
ΔΗΙ. Πόσο να φύγεις βιάζεσαι, ενώ τόσο
σε περιμέναμε καιρό για νά ᾽ρθεις,
και δίχως ξανά πάλι να τα πούμε.
ΛΙΧ. Μ᾽ αν θες να ρωτάς τίποτα, εδώ ᾽μαι.
ΔΗΙ. Κι όρκο μού δίνεις πως θα πεις αλήθεια;
ΛΙΧ. Μάρτυς μου ο μέγας Δίας, για όσα καν ξέρω….
400ΔΗΙ. Ποιά είναι λοιπόν η νέα πού ηρθες να φέρεις;
ΛΙΧ. Απ᾽ την Εύβοια· μα ποιών γονιών δεν ξέρω…
ΔΗΙ. Ε, συ· γιά κοίτα δω· σε ποιό νομίζεις
πως μιλάς; ΛΙΧ. Κι η αφεντιά σου, σαν τί ορίζεις,
που μας ρωτάς; ΑΓΓ. Τόλμησε ν᾽ απαντήσεις,
αν έχεις μπει στο νόημα τί σου λέω.
ΛΙΧ. Μιλώ —αν τα μάτια μου δε με γελούνε—
στη βασίλισσα Δηιάνειρα, του Οινέα
τη θυγατέρα, του Ηρακλή γυναίκα,
και δέσποινα δική μου. ΑΓΓ. Αυτό ίσα-ίσα,
αυτό ήθελ᾽ απ᾽ το στόμα σου ν᾽ ακούσω.
Λες πως αυτή ᾽ναι δέσποινα δική σου;
ΛΙΧ. Γιατί ᾽ναι αλήθεια. ΑΓΓ. Ποιά λοιπόν νομίζεις
410πως είσ᾽ άξιος να πάθεις τιμωρία,
αν βρεθείς πως της φέρνεσαι όχι τίμια;.
ΛΙΧ. Πώς όχι τίμια; ποιούς δόλους μάς πλέκεις;
ΑΓΓ. Κανένα εγώ· μα εσύ ᾽σαι που το κάνεις
και με το παραπάνω αυτό. ΛΙΧ. Πηγαίνω·
κι ήμουν τρελός τόση ώρα να σ᾽ ακούσω.
ΑΓΓ. Όχι, πρι να μ᾽ αποκριθείς σε κάτι
μικρό, που θενα σε ρωτήσω. ΛΙΧ. Λέγε
τί θες· γιατί βουβός, βέβαια, δεν είσαι.
ΑΓΓ. Την αιχμάλωτη πὄφερες μαζί σου —
ξέρεις ποιά λέω. ΛΙΧ. Ναι· γιατί ρωτάς;
ΑΓΓ. Αυτή λοιπόν, που κάνεις σαν τη βλέπεις
πως δεν την ξέρεις, δε μας έλεγες
420πως είν᾽ η Ιόλη, του Ευρύτου θυγατέρα;
ΛΙΧ. Σε ποιούς το ᾽λεα; ποιός θα τολμήσει νά ᾽ρθει
μάρτυράς σου, πως μ᾽ άκουσε, παρών,
να λέω αυτά; ΑΓΓ. Μπρος σε πολλούς πολίτες·
στη μέση της πλατείας των Τραχινίων
σ᾽ άκουσε να το λες άπειρο πλήθος.
ΛΙΧ. Ναι· μα έλεγα πως το ᾽χα κι εγώ ακούσει·
κι άλλο ειναι μιαν ιδέα κανείς να λέει
κι άλλο να βεβαιώνει την αλήθεια.
ΑΓΓ. Ποιά ιδέα; δεν έλεγες, μάλιστα μ᾽ όρκο,
πως του Ηρακλή την έφερνες γυναίκα;
ΛΙΧ. Εγώ γυναίκα; πε μου, στο Θεό σου,
430δέσποινά μου, ποιός είναι πάλι τούτος;
ΑΓΓ. Ένας, που με τ᾽ αυτιά του σου έχει ακούσει
πως για τον πόθο αυτής χαμένη πάει
συθέμελ᾽ η πατρίδα της και διόλου
δεν ήταν που την κούρσεψε η Λυδία,
μα ο έρωτας που τον έπιασε της νέας.
ΛΙΧ. Δέσποινα, πες του ανθρώπου να πηγαίνει,
γιατί δεν πάει ένας γνωστικός να χάνει
τα λόγια του μ᾽ έναν που ο νους του πάσχει.
|