ΗΛΕ. Αλήθεια, αυτό να μου κάμουν σκοπεύουν;
ΧΡΥ. Κι ευτύς μάλιστα που ο Αίγιστος γυρίσει.
ΗΛΕ. Μ᾽ αν είν᾽ γι᾽ αυτό, μια ώρα πιο μπρος κι ας έρθει.
ΧΡΥ. Τί ᾽ν᾽ αυτά, δύστυχη, που καταριέσαι
του εαυτού σου; ΗΛΕ. Να ᾽ρθει, αν πράγματι έχει
στο νου του να το κάμει. ΧΡΥ. Για να πάθεις
390τί πράμα; μα έχασες το νου σου αλήθεια;
ΗΛΕ. Για να φύγω όσο πιο μπορεί μακριά σας.
ΧΡΥ. Μα έτσι αψηφάς την τωρινή ζωή σου;
ΗΛΕ. Ωραία ζωή, για να τηνε ζηλεύεις!
ΧΡΥ. Θα ᾽ταν αλλιώς, αν ήξερες μονάχα
να ᾽σουν πιο λογική. ΗΛΕ. Μη με διδάσκεις
τους φίλους να προδίδω. ΧΡΥ. Δε διδάσκω
αυτό, μα να υπακούεις στους άρχοντές σου.
ΗΛΕ. Για σέν᾽ αφήνω αυτές τις κολακείες·
για το δικό μου φυσικό δεν είναι.
ΧΡΥ. Μά ειναι καλό και να μη χάνεσ᾽ έτσι
από αμυαλιά. ΗΛΕ. Και να χαθούμε ακόμα,
αν είν᾽ ανάγκη, για να εκδικηθούμε
τον πατέρα μας. ΧΡΥ. Όμως, ξέρω· εκείνος
400το συγχωρεί όπως φέρνομαι. ΗΛΕ. Μονάχα
κακοί μπορούν μ᾽ αυτό να συμφωνήσουν
που λες. ΧΡΥ. Λοιπόν, δε θέλεις να πειστείς
ν᾽ ακολουθήσεις το παράδειγμά μου;
ΗΛΕ. Μα βέβαια κι όχι θεός να μην το δίνει
να χάσω τόσο τα μυαλά μου. ΧΡΥ. Τότε
λοιπόν κι εγώ εξακολουθώ το δρόμο
που ανάλαβα. ΗΛΕ. Για πού; σε ποιόν πηγαίνεις
τα νεκρικά αυτά πρόσφορα; ΧΡΥ. Η μητέρα
με στέλνει στου πατέρα μας τον τάφο
σπονδές να χύσω. ΗΛΕ. Πώς; τί λες; σπονδές
στον τάφο του ασπονδότερου του εχθρού της;
ΧΡΥ. Που έσφαξε με το χέρι της· δε θέλεις
αυτό να πεις; ΗΛΕ. Ποιός άνθρωπος δικός της
την παρακίνησε; από πού της ήρθ᾽ η ιδέα;
410ΧΡΥ. Από ᾽να σκιάσμα του ύπνου της, νομίζω.
ΗΛΕ. Ω των πατέρων μας θεοί, καν τώρα
με μας ελάτε! ΧΡΥ. Αυτός που πήρε ο τρόμος
στον ύπνο της, σου γεννά τάχα ελπίδες;
ΗΛΕ. Θα σου απαντούσα, αν μὄλεγες σαν τί ειδε.
ΧΡΥ. Καλά δεν ξέρω· κάτι, άκρες μέσες…
ΗΛΕ. Λέγε κι αυτό· πολλές φορές ως τώρα
μια μικρή λέξη κι έφτασε να ρίξει
ανθρώπους χάμω κι άλλη ορθούς να υψώσει.
ΧΡΥ. Λέγουν πως είδε τον πατέρα μας
στο φως να βγαίνει ξανά πάλι εμπρός της
και πως αυτός πήρε κι έμπηξε δίπλα
420στην εστία το σκήπτρο που κρατούσε
μια φορά ο ίδιος, τώρα ο Αίγιστος,
κι ευτύς πετάχτηκε ψηλά από κείνο
κλωνάρι φουντωτό, που όλη τη χώρα
των Μυκηναίων σκέπασ᾽ η σκιά του.
Αυτ᾽ άκουσα να τα δηγάται κάποιος
πού ηταν παρών, όταν στον Ήλιο εκείνη
βγήκε να δείξει τ᾽ όνειρό της· άλλα
δεν ξέρω περισσότερα, παρά ότι
με στέλνει απ᾽ την τρομάρ᾽ αυτή στον τάφο.
Μα στ᾽ όνομα λοιπόν των σπιτικών μας
σε ξορκίζω θεών, πείσου επιτέλους
και μην πας να χαθείς από αστοχιά σου·
γιατί αν θα μ᾽ αποκρούσεις τώρα, θά ᾽ρθει
430η ώρα η κακή που πίσω μου θα τρέχεις.
|