ΑΙ. Καμάρωσε τον θαρραλέο εμένα, τον άφοβο
κι ατρόμητο στης μάχης τη σφαγή,
ν᾽ απλώνει τώρα χέρι φονικό σε ζώα αθώα.
Ω πράξη καταγέλαστη, τί εξευτελισμός.
ΤΕ. Μη, κύριέ μου, πάψε, σε ικετεύω, Αίαντα.
ΑΙ. Δεν πας μέσα καλύτερα; Πάρε τα πόδια σου
370κι εξαφανίσου. Αιαί σ᾽ εμένα.
ΤΕ. Μη, προς θεού, άλλαξε τρόπο, σκέψου λογικά.
ΑΙ. Κατάρα, ο δύσμοιρος εγώ, που μέσα
από τα χέρια μου, τ᾽ άφησα άθικτα εκείνα
τα καθάρματα, και πέφτοντας σε βόδια ελικοκέρατα,
κοπάδια διαλεχτά, στο μαύρο αίμα τους βουτήχτηκα.
ΧΟ. Γιατί σε σφάζει τόσος πόνος για πράγματα
που έχουν γίνει, και δεν υπάρχει τρόπος να ξεγίνουν;
ΑΙ. Άτιμε εσύ, παντού χώνεις τη μύτη σου, όργανο
380του κακού, βρόμικε σπόρε του Λαέρτη,
ξέπλυμα του στρατού.
Σίγουρα τώρα θα ξεσπάς σε γέλιο ακράτητο,
από ηδονή σκασμένος.
ΧΟ. Μόνο με θέλημα θεού γελά κι οδύρεται ο καθένας.
ΑΙ. Μονάχα να τον έβλεπα μπροστά μου,
έστω και μες στην τόση συμφορά μου.
Ουαί κι αλίμονο.
ΧΟ. Μη λες μεγάλο λόγο· δεν βλέπεις τί κακό σε βρήκε;
ΑΙ. Ω Δία, ρίζα των προγόνων μου,
πώς θα μπορούσα εκείνη την παμπόνηρη αλεπού,
τη λέρα που μισώ, μαζί του και τους δυο
390βασιλικούς μας ηγεμόνες, πρώτα να τους αφάνιζα
κι ύστερα να πεθάνω;
ΤΕ. Όταν για σένα ξεστομίζεις τέτοια ευχή, ευχήσου
και για μένα θάνατο. Τί να την κάνω τη ζωή,
μ᾽ εσένα πεθαμένο;
|