Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ἐκκλησιάζουσαι (357-407)


ΒΛ. νὴ τὸν Διόνυσον, ἐνέχεται γοῦν μοι σφόδρα.
ἀτὰρ τί δράσω; καὶ γὰρ οὐδὲ τοῦτό με
μόνον τὸ λυποῦν ἐστιν, ἀλλ᾽ ὅταν φάγω,
360ὅποι βαδιεῖταί μοι τὸ λοιπὸν ἡ κόπρος.
νῦν μὲν γὰρ οὗτος βεβαλάνωκε τὴν θύραν,
ὅστις ποτ᾽ ἔσθ᾽ ἅνθρωπος Ἀχραδούσιος.
τίς ἂν οὖν ἰατρόν μοι μετέλθοι καὶ τίνα;
τίς τῶν κατὰ πρωκτὸν δεινός ἐστι τὴν τέχνην;
365ἆρ᾽ οἶδ᾽, Ἀμύνων. ἀλλ᾽ ἴσως ἀρνήσεται.
Ἀντισθένη τις καλεσάτω πάσῃ τέχνῃ.
οὗτος γὰρ ἁνὴρ ἕνεκά γε στεναγμάτων
οἶδεν τί πρωκτὸς βούλεται χεζητιῶν.
ὦ πότνι᾽ Ἱλείθυα μή με περιίδῃς
370διαρραγέντα μηδὲ βεβαλανωμένον,
ἵνα μὴ γένωμαι σκωραμὶς κωμῳδική.
ΧΡΕΜΗΣ
οὗτος, τί ποιεῖς; οὔ τί που χέζεις; ΒΛ. ἐγώ;
οὐ δῆτ᾽ ἔτι γε μὰ τὸν Δί᾽, ἀλλ᾽ ἀνίσταμαι.
ΧΡ. τὸ τῆς γυναικὸς δ᾽ ἀμπέχει χιτώνιον;
375ΒΛ. ἐν τῷ σκότῳ γὰρ τοῦτ᾽ ἔτυχον ἔνδον λαβών.
ἀτὰρ πόθεν ἥκεις ἐτεόν; ΧΡ. ἐξ ἐκκλησίας.
ΒΛ. ἤδη λέλυται γάρ; ΧΡ. νὴ Δί᾽ ὄρθριον μὲν οὖν.
καὶ δῆτα πολὺν ἡ μίλτος, ὦ Ζεῦ φίλτατε,
γέλων πάρεσχεν, ἣν προσέρραινον κύκλῳ.
380ΒΛ. τὸ τριώβολον δῆτ᾽ ἔλαβες; ΧΡ. εἰ γὰρ ὤφελον.
ἀλλ᾽ ὕστερος νῦν ἦλθον, ὥστ᾽ αἰσχύνομαι
μὰ τὸν Δί᾽ οὐδέν᾽ ἄλλον ἢ — τὸν θύλακον.
ΒΛ. τὸ δ᾽ αἴτιον τί; ΧΡ. πλεῖστος ἀνθρώπων ὄχλος,
ὅσος οὐδεπώποτ᾽, ἦλθ᾽ ἁθρόος ἐς τὴν πύκνα.
385καὶ δῆτα πάντας σκυτοτόμοις ᾐκάζομεν
ὁρῶντες αὐτούς. οὐ γὰρ ἀλλ᾽ ὑπερφυῶς
ὡς λευκοπληθὴς ἦν ἰδεῖν ἡκκλησία·
ὥστ᾽ οὐκ ἔλαβον οὔτ᾽ αὐτὸς οὔτ᾽ ἄλλοι συχνοί.
ΒΛ. οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἂν ἐγὼ λάβοιμι νῦν ἐλθών; ΧΡ. πόθεν;
390οὐδ᾽ εἰ μὰ Δία τότ᾽ ἦλθες, ὅτε τὸ δεύτερον
ἁλεκτρυὼν ἐφθέγγετ᾽. ΒΛ. οἴμοι δείλαιος.
Ἀντίλοχ᾽, ἀποίμωξόν με τοῦ τριωβόλου
τὸν ζῶντα μᾶλλον· τἀμὰ γὰρ διοίχεται.
ἀτὰρ τί τὸ πρᾶγμ᾽ ἦν, ὅτι τοσοῦτον χρῆμ᾽ ὄχλου
395οὕτως ἐν ὥρᾳ ξυνελέγη; ΧΡ. τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ
ἔδοξε τοῖς πρυτάνεσι περὶ σωτηρίας
γνώμας καθεῖναι τῆς πόλεως; κᾆτ᾽ εὐθέως
πρῶτος Νεοκλείδης ὁ γλάμων παρείρπυσεν.
κἄπειθ᾽ ὁ δῆμος ἀναβοᾷ πόσον δοκεῖς·
400«οὐ δεινὰ τολμᾶν τουτονὶ δημηγορεῖν,
καὶ ταῦτα περὶ σωτηρίας προκειμένου,
ὃς αὐτὸς αὑτῷ βλεφαρίδ᾽ οὐκ ἐσώσατο;»
ὁ δ᾽ ἀναβοήσας καὶ περιβλέψας ἔφη·
«τί δαί με χρὴ δρᾶν;» ΒΛ. «σκόροδ᾽ ὁμοῦ τρίψαντ᾽ ὀπῷ
405τιθύμαλλον ἐμβαλόντα τοῦ Λακωνικοῦ
σαυτοῦ παραλείφειν τὰ βλέφαρα τῆς ἑσπέρας»,
ἔγωγ᾽ ἂν εἶπον, εἰ παρὼν ἐτύγχανον.


ΒΛΕ. Μά το Διόνυσο! Κόλλησε. Δε βγαίνει.
Τί να κάνω; Δεν είναι αυτό μονάχα
το βάσανο. Φοβούμαι, αν ξαναφάγω,
360δε θα μπορούνε τα φαγιά να βγαίνουν.
Ο μάγκας ο Γκορτσάς μού την αμπάρωσε
την πόρτα. Βάι! φωνάχτε μου γιατρό
τον πιο τεχνίτη πισινογιατρό.
Τον Αμύνωνα; Αυτός αρνιέται. Τότες
όπως όπως τον Αντισθένη, αυτός
ο βογγομάρας, ξέρει τί χρειάζονται
όταν βογγάνε τα κωλάντερά μας.
Βόηθα με συ, θεϊκιά μαμή μου Ειλείθυια.
370Ξεγέννησέ με, θα κρεπάρω ο δόλιος,
καθοίκι θα γενώ ξεπατωμένο.

(Μπαίνει ο Χρέμης)
ΧΡΕΜΗΣ
Ε συ! Τί κάνεις; Φανερά κοπρίζεις;
ΒΛΕ. Εμένα λες; Τέλειωσα πια. Σηκώνομαι.
(σηκώνεται)
ΧΡΕ. Και πώς έτσι, ντυμένος με φουστάνι;
ΒΛΕ. Σκοτεινά μες στην κάμαρ᾽ αυτό πιάσανε
τα χέρια μου. Και συ από πού ξεφύτρωσες;
ΧΡΕ. Απ᾽ την Πνύκα. ΒΛΕ. Και τέλειωσεν η σύναξη;
ΧΡΕ. Ναι, μά τον Δία. Νωρίς. Τα ξημερώματα.
Κι έτρεξε τόσο πλήθος, που το βρέχανε
γύρω γύρω με κοκκινομπογιά
να σκορπιστεί και χαχανίζαμε όλοι.
380ΒΛΕ. Το τριώβολο το φούχτωσες; ΧΡΕ. Μακάρι!
Άργησ᾽ ευτούνη τη φορά και ντρέπομαι
όχι τίποτες άλλο, μα την τσέπη μου.
ΒΛΕ. Πώς έτσι; ΧΡΕ. Μαζευτήκανε στο λόφο
ανθρωπομάνι πήχτρα, όσο ποτές.
Με τσαγκαράδες μοιάζανε ασπρουλιάρηδες
που ο γήλιος δεν τους βλέπει. Και παράξενο!
Ήταν γεμάτ᾽ η σύναξη άσπρα μούτρα.
Πού να πάρω μιστό κι εγώ και χίλιοι;
ΒΛΕ. Ώστε, άμα πάω τώρα κι εγώ, δεν έχει;
390ΧΡΕ. Κι αν έφτανες πριχού λαλήσει ο κόκορας
για δεύτερη φορά.
ΒΛΕ. (με ύφος τραγικό, κοροϊδεύοντας στίχους του Αισχύλου)
Κακομοιριά μου!
Το μακαρίτη κλάφτε τον Τριώβολο,
μα πιο πολύ τον ζωντανό εμένα!
Πάει!... Χάθηκα! (Στο Χρέμη) Και πες μου για ποιό λόγο
τόσο πλήθος μαζεύτηκε αξημέρωτα;
ΧΡΕ. Να συζητήσουν θέλανε οι πρυτάνοι
πώς θα σωθεί η πατρίδα. Πρώτος πρώτος
κουφογλιστρώντας μέσα από το πλήθος
καβάλησε το βήμα ο Νεοκλείδης,
ο τσιμπλιάρης. Ουρλιάζαν οι συνέδροι:
400«πώς τολμάει ο ξετσίπωτος να θέλει
να σώσει την πατρίδα, αφού δεν μπόρεσε
να σώσει ως τώρα ούτ᾽ ένα τσίνορό του;».
Κι αυτός γυροκοιτάζοντας ξεφώνιζε:
Τί να κάνω λοιπόν; ΒΛΕ. Νά τί θα του ᾽λεγα,
αν εγώ ήμουν εκεί: Πάρε γουδί,
τρίψε φλόμο, πικραγγουριά και σκόρδο
κι αποβραδίς τα μάτια σου ν᾽ αλείψεις.