ΣΩΚ. Ε μωρέ ξεκουτιάρη, πρωτόγονε εσύ,
που μυρίζεις τα χρόνια του Κρόνου,
ορκοπάτες ανθρώπους ο Δίας αν βαρά,
πώς το Θέωρο δεν έκαψε ακόμα
400και τον Κλεώνυμο κι ούτε το Σίμωνα; Ποιός
πιο τρανός απ᾽ αυτούς ορκοπάτης;
Της Αθήνας τον κάβο, το Σούνιο, χτυπά,
το ναό του τον ίδιο, κι ακόμα
τα μεγάλα πουρνάρια. Τα δέντρα, θαρρώ,
δεν πατούνε τον όρκο τους· ή όχι;
ΣΤΡ. Δίκιο φαίνεται να ᾽χεις· αλλά ο κεραυνός
τελοσπάντων τί πράμα λες να ᾽ναι;
ΣΩΚ. Ξερός άνεμος όταν ανέβει ψηλά
και κλειστεί από παντού σε νεφέλη,
από μέσα φυσώντας πολύ δυνατά
τη φουσκώνει σα φούσκα, και τότε,
απ᾽ την πίεση τη σπάει, κι όπως είναι πυκνός,
ξεπετιέται προς τα έξω με φόρα,
κι απ᾽ την τόση του αντάρα, την τόση του ορμή
φωτιά παίρνει και καίγεται ο ίδιος.
ΣΤΡ. Κάτι τέτοιο είχα πάθει κι εγώ μια φορά
στων Διασίων τη γιορτή· για να φάνε
οι δικοί μου, είχα βάλει να ψήσω κοιλιά,
μα δεν είχα σκεφτεί να τη σκίσω·
410τότε εκείνη φουσκώνει, φουσκώνει, και νά,
ξαφνικά δίνει μια και μου σκάει,
μου πετά μες στα μάτια καυτές πιτσιλιές
και μου καίει όλο γύρω το μούτρο.
ΚΟΡ. Άνθρωπέ μας εσύ, που ποθείς την τρανή,
τη δική μας σοφία ν᾽ αποχτήσεις,
η ευτυχία σου μεγάλη, θα λάμπει παντού
στην Ελλάδα και μες στην Αθήνα,
αν σου αρέσει η μελέτη, και μνήμη γερή
κι αντοχή μες στα στήθια σου αν έχεις,
που γερά να κρατάς και κομμάρα καμιά
να μη νιώθεις ή στέκεσαι ή τρέχεις,
αν σηκώνεις την πείνα, αν είσ᾽ άξιος, χωρίς
να βογκάς, να βαστάξεις στο κρύο.
αν μακριά από κρασί κι από στίβους εσύ
κι από τ᾽ άλλα τ᾽ ανόητα κρατιέσαι,
κι αν, σαν έξυπνος άντρας, πιστεύεις και λες
πως τ᾽ ανώτερο απ᾽ όλα είναι τούτο:
να νικάς σε συμβούλια, στην πράξη, παντού,
και στον πόλεμο που όπλο του η γλώσσα.
420ΣΤΡ. Μα για αδάμαστη αν είναι και στέρεη καρδιά
και για ζήλο που διώχνει τον ύπνο,
για κοιλιά κακοζώητη, τσιγκούνα, σφιχτή,
που δειπνά με μια χούφτα ραδίκια,
μη σας νοιάζει, με θάρρος προσφέρνομαι εγώ
να με πλάσετε πάνω στ᾽ αμόνι.
ΣΩΚ. Ε λοιπόν, δω κι εμπρός μοναχά τους θεούς
που πιστεύουμ᾽ εμείς θα πιστεύεις,
δηλαδή μόνο τρεις, τις Νεφέλες εδώ
και το Χάος και, για τρίτο, τη Γλώσσα.
ΣΤΡ. Και στο δρόμο μπροστά μου αν οι άλλοι βρεθούν,
μια κουβέντα δε θα ᾽χω μαζί τους·
ούτε μια πια θυσία μου γι᾽ αυτούς ή σπονδή
και λιβάνι ποτέ στο βωμό τους.
|