ΠΑΦ. Μά τον Ποσειδώνα, έτσι και με βάλετε κάτω στην ξετσιπωσιά, [410] όρκο κάνω ποτέ να μη με κεράσουν σκοταριές από θυσία στον Δία τον Αγοραίο.
ΑΛΛ. Κι εγώ, μά τις αμέτρητες μπουνιές, μά τις μαχαιριές που από μικρός χίλιες φορές έφαγα, πιστεύω πως θα σε βάλω κάτω σ᾽ όλα τα πάντα. Αλλιώτικα, πάνε χαράμι τα ψωμοσφούγγια που έφαγα κι έγινα κοτζάμ άντρας.
ΠΑΦ. Ψωμοσφούγγια, σαν τα σκυλιά! Βρε χαντακωμένε, πώς θα στήσεις πόλεμο μ᾽ εμένα τον Σκυλοκέφαλο, εσύ που χόρταινες με σκυλοφάγια;
ΑΛΛ. Μα κι άλλες ζαβολιές έκανα, μά τον Δία, στα παιδικά μου χρόνια· νά, ξεγελούσα τους μαγείρους με κάτι λόγια σαν αυτά: «Παιδιά, κοιτάξτε! Δεν το ᾽δατε, ήρθε η άνοιξη, νά τα τα χελιδόνια!» [420] Κι αυτοί γυρνούσανε να δουν, κι εγώ στο μεταξύ έκλεβα απ᾽ τα κρέατα.
ΠΡ. Δ. Γεια σου, κρέας-ατσίδα, τί σοφά τα σχεδίασες· έκλεβες πριν φανούν τα χελιδόνια — τότε που είναι νόστιμες οι τσουκνίδες.
ΑΛΛ. Και τα ᾽κανα αυτά χωρίς να με παίρνουν χαμπάρι. Αν όμως τύχαινε κάποιος να με δει, έκρυβα το κρέας στα κωλομέρια μου κι έδινα όρκο πως δεν πήρα τίποτε. Μάλιστα ένας ρήτορας είδε αυτό μου το κάμωμα και είπε: «Όπως σε βλέπω και με βλέπεις, θα ᾽ρθει μια μέρα που τούτο το αγόρι θα κυβερνήσει την πόλη».
ΠΡ. Δ. Πετυχημένα τα συνδύασε· κι είναι φανερό πούθε έβγαλε το συμπέρασμα: αφού, την ώρα που άρπαζες, έπαιρνες ψεύτικο όρκο κι ο κώλος σου κρατούσε σφιχτά κρέας!
ΠΑΦ. (Στον Αλλαντοπώλη:) Θα σου κόψω το θράσος εγώ, (στρέφεται στον Πρώτο Δούλο:) καλύτερα, το θράσος και των δυο σας. [430] Νά, παίρνω φόρα και πέφτω πάνω σου εκτυφλωτικός και μεγάλος άνεμος, αναστατώνοντας μαζί στεριά και θάλασσα, κι όποιον πάρει η μπόρα.
ΑΛΛ. Κι εγώ θα συμμάσω τα λουκάνικά μου —μάινα τα πανιά!— κι ύστερα θ᾽ αφήσω να με πάρει πρίμα το κύμα, και θα σου στείλω τα δέοντα: κλάψε ώσπου να σκάσεις.
ΠΡ. Δ. Κι αν το πλεούμενό σου βάζει από κάπου νερά, θα πιάσω εγώ την τουλούμπα.
ΠΑΦ. Μά τη Δήμητρα, δεν θα τη σκαπουλάρεις που έκλεψες πολλά τάλαντα από τους Αθηναίους.
ΠΡ. Δ. (Στον Αλλαντοπώλη:) Τα μάτια σου τέσσερα, λάσκαρε τα παλαμάρια σου, γιατί ετούτος σηκώνει άνεμο Θρακιά και Συκοφαντιά.
ΑΛΛ. Κι εγώ ξέρω καλά πως τσέπωσες δέκα τάλαντα απ᾽ τους Ποτιδαιάτες.
ΠΑΦ. Ε και; Τί θα ᾽λεγες να πάρεις το ένα τάλαντο και να το βουλώσεις;
ΠΡ. Δ. (Μονολογεί:) [440] Ο άνθρωπός μας θα το ᾽παιρνε και θα ᾽λεγε κι ευχαριστώ. (Στον Αλλαντοπώλη:) Πέφτει ο άνεμος, χαλάρωσε τα σκοινιά της αντένας.
ΠΑΦ. Θα σε σύρω σε τέσσερις δίκες για δωροληψία — εκατό τάλαντα θα πληρώσεις σε καθεμιά.
ΑΛΛ. Κι εγώ εσένα σε είκοσι για λιποταξία και σε χίλιες και βάλε για κλεψιά.
ΠΑΦ. Καταγγέλλω ότι είσαι απ᾽ τους αθεόφοβους που πράξανε το Κυλώνειο άγος.
ΑΛΛ. Καταγγέλλω ότι ο παππούς σου ήταν στους σωματοφύλακες των τυράννων.
ΠΑΦ. Και δεν μου λες, ποιούς σωματοφύλακες;
ΑΛΛ. Αυτούς που προστάτευαν την κυρά Το-Μαρίνα του Ιππία.
ΠΑΦ. Τσόγλανε!
ΑΛΛ. [450] Κάθαρμα!
ΠΡ. Δ. (Στον Αλλαντοπώλη:) Δώσ᾽ του ξύλο, αντρίκεια!
ΠΑΦ. Ωχ! Ωχ! Οι συνωμότες με βαράν!
ΠΡ. Δ. Δώσ᾽ του ξύλο όσο γίνεται πιο αντρίκεια, δώσ᾽ του στο αφάλι. Δώσ᾽ του να καταλάβει, με τ᾽ άντερα και τα κωλάντερά σου. Κολάντρισέ τον. (Ο Αλλαντοπώλης με τα χτυπήματά του ρίχνει αναίσθητο τον Παφλαγόνα).
ΧΟΡ. Γεια σου, κρέας με σπάνια αρχοντιά και ψυχή με λεβεντιά μοναδική, που έλαμψες για την πόλη και για όλους εμάς τους πολίτες σωτήρας· πόσο όμορφα και μαλαγάνικα τον τσάκισες στα λόγια! [460] Ποιό εγκώμιο να σου κάνουμε, μεγάλο σαν τη χαρά μας;
|