7. Ο τσαγκάρης ΜΗΤΡΩ
Κέρδων, σου φέρνω τις κυράδες αυτές· σαν τί
να έχεις να τους δείξεις άξιο
έργο φτιαγμένο απ᾽ τα χέρια σου; ΚΕΡΔΩΝ. Δεν κάνω άσκημα, Μητρώ,
που σ᾽ αγαπώ κι εγώ. (Στο δούλο) Στις κυρίες δε θα βάλεις
5το μεγάλο πάγκο έξω; Στο Δρίμυλο φωνάζω.
Πάλι κοιμάσαι; σπάσ᾽ του, Πίστε, τα μούτρα,
μέχρι καλά να του περάσει ο ύπνος.
Μάλλον τη βούρτσα τη χοντρή
από τον τράχηλό του δέσε. Άντε, μωρέ,
10κούνα τα πόδια σου πιο γρήγορα,
μη και σε κάνω να τραβάς πάλι τις αλυσίδες.
Ακόμα τη σανίδα αυτή, μωρέ, γυαλίζεις; για τίποτα δεν είσαι.
Παράτα τα· εγώ θαν τη σκουπίσω.
Κάτσε, Μητρώ. Πίστε, να πας ν᾽ ανοίξεις
15το ντουλάπι… όχι αυτό! το πάνω εκεί.
Κατέβασέ τα γρήγορα για τη Μητρώ,
Α, α, τί πράματα θα δείτε! Ήσυχα συ, ανόητε·
άνοιξε την παπουτσοθήκη πρώτα.
20Μητρώ, το τέλειο παπούτσι πηγαίνει στο πόδι το τέλειο.
Ελάτε και σεις κυράδες μου· η φτέρνα,
κοιτάξτε, πόσο ωραία είναι φτιαγμένη και με στολίδια
πλουμισμένη όμορφα, όχι αλλού καλά
κι αλλού όχι καλά, αλλά παντού η ίδια τέχνη.
|