ΣΩΣ. Και τί άτοπο να κάνω τώρα βλέπεις;
ΓΟΡ. Μ᾽ ένα έργο καταπιάνεσαι όχι τίμιο,
290αν μια κοπέλα ελεύθερη πιστεύεις
πως θα την καταφέρεις ν᾽ αμαρτήσει
ή πως, στιγμή κατάλληλη ζητώντας,
θα φέρεις σε άκρη, με τη βία, μια πράξη
που θάνατος —κι όχι ένας— της αξίζει.
ΣΩΣ. Απόλλωνα! ΓΟΡ. Δεν είναι, αλήθεια, δίκιο
ο ελεύθερος καιρός σου, αφού δεν κάνεις
καμιά δουλειά, κακό σ᾽ εμάς να φέρει
τους δουλευτάδες. Γενικά, να ξέρεις,
ο αδικημένος ο φτωχός δαγκάνει·
ο κόσμος όλος τον λυπάται· εξάλλου,
δεν παίρνει για αδικία ό,τι παθαίνει,
το παίρνει για κατάχρηση εξουσίας.
ΣΩΣ. Νεαρέ, να ζήσεις, άκου κι από μένα
300δυο λόγια μόνο. ΠΥΡ. Μπράβο σου, αφεντάκι·
χίλια καλά να δεις, που φέρνεσαι έτσι.
ΣΩΣ. (στον Πυρρία) Εσύ, πολυλογά, σταμάτα και άκου.
Στο Γοργία.
Αγάπησα μιαν όμορφη κοπέλα
που ᾽χω αντικρίσει. Είν᾽ έγκλημα; Τότε, είμαι
εγκληματίας. Σαν τί να πει κανένας;
Κόβω εδώ πέρα βόλτες, όχι νά ᾽βρω
εκείνη· τον πατέρα της γυρεύω,
να τον δω και μ᾽ εκείνον να μιλήσω.
Εγώ, ένας νέος ελεύθερος και με όχι
μικρή περιουσία, πρόθυμος είμαι
γυναίκα να την πάρω, δίχως προίκα
και με παντοτινής αγάπης όρκο.
Κι αν ήρθα για κακό σ᾽ αυτό τον τόπο
310ή με σκοπό να πλέξω κάποιο δόλο
κρυφά από σας, Πάνας μαζί και Νύμφες
ευθύς το νου, νεαρέ, να μου σαλέψουν
εδώ κοντά στο σπίτι. Κι αν για τέτοιον
άνθρωπο με περνάς, πολύ λυπούμαι.
ΓΟΡ. Αλλά κι εσύ να μη βαρυκαρδίζεις,
αν σου είπα κι ένα λόγο παραπάνω·
αλλάζω γνώμη κι έχε με για φίλο.
Και δεν το λέω αυτό σαν ξένος· είμαι
του κοριτσιού αδερφός, από μια μάνα.
|