Ο ίδιος ο Περσέας, της Δανάης ο γιος, σαν άνθρωπος που βιάζεται
και τρέμει, έτρεχε μ᾽ όλη του τη δύναμη.
230Πίσω του ορμούσαν οι Γοργόνες, απλησίαστες κι ακατονόμαστες,
να τον αρπάξουνε ποθώντας. Κι όπως επάνω στο χλωρό αδάμαντα
πατούσανε, ηχούσε η ασπίδα με μεγάλο ορυμαγδό,
διαπεραστικά και έντονα. Πάνω στις ζώνες τους δυο φίδια
κρέμονταν και τα κεφάλια τους καμπύλωναν.
Γλείφανε με τις γλώσσες τους και με οργή τα δόντια τους ακόνιζαν
κοιτώντας φοβερά. Και στα κεφάλια επάνω των Γοργόνων
μεγάλος σηκωνόταν φόβος. Κι άντρες πέρα απ᾽ αυτές
όπλα πολεμικά φορώντας μάχονταν:
η μια πλευρά υπεράσπιζε την πόλη της και τους γονείς
240απ᾽ την καταστροφή, η άλλη είχε τον πόθο να τους κυριέψει.
Πολλοί ᾽χανε πέσει καταγής, μα πιο πολλοί κρατώντας τον αγώνα
πολεμούσαν. Και οι γυναίκες σε καλόχτιστους επάνω πύργους,
χάλκινους, βοούσαν δυνατά και καταξέσχιζαν τα μάγουλά τους,
σαν να ᾽ταν ζωντανές, έργα του ξακουστού Ηφαίστου.
Άνδρες γέροντες, που τα γεράματα τους είχαν πιάσει,
αθρόοι στέκονταν έξω απ᾽ τις πύλες κι ανασηκώνανε τα χέρια τους
προς τους μακάριους θεούς, φοβούμενοι για τα παιδιά τους.
Κι εκείνα πάλι πολεμούσαν. Πίσω τους
οι μαύρες Κήρες, τ᾽ άσπρα τους δόντια τρίζοντας,
250με τα μάτια άγρια, βλοσυρές και ματωμένες, άπληστες,
μαλώναν μεταξύ τους για όσους πέφτανε. Όλες τους
αίμα να πιουν ποθούσαν μαύρο. Σαν πιάναν κάποιον
που κειτόταν ή έπεφτε φρεσκοτραυματισμένος, τον γραπώναν
μ᾽ όλα μαζί τα νύχια τα μεγάλα. [Στον Άδη] κατέβαινε η ψυχή του
στον κρυερό τον Τάρταρο. Κι εκείνες, σαν χόρταιναν οι καρδιές τους
μ᾽ αίμα ανθρώπου, αυτόν πίσω τους τον πέταγαν
και πίσω στο θόρυβο, στης μάχης τον αγώνα τρέχαν.
[Η Κλωθώ κι η Λάχεση στέκανε στο πλάι τους. Και η κοντύτερη Άτροπος
δεν έμοιαζε με θεά μεγάλη, μα ήτανε στ᾽ αλήθεια
260ανώτερη και πιο ηλικιωμένη από τις άλλες.
Κι όλες από έναν άντρα γύρω μάχη δριμεία είχαν στήσει.
Και φοβερά η μια την άλλη κοίταζαν στα μάτια οργισμένες,
κι εξίσου τα νύχια και τα χέρια τα ορμητικά απλώνανε η μια πάνω στην άλλη.]
|