ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΟΡΕΣΤΗΣ
Εμένα οι συμφορές μου μ᾽ έμαθαν να ξέρω
όλους τους καθαρμούς και πότε είναι η ώρα
που κάνει να μιλώ και πότε να σωπαίνω.
μα τώρα εδώ από δάσκαλο σοφό έχω πάρει
την άδεια να μιλήσω, γιατί πια αδρανίζει
280κι απομαραίνεται το γαίμα των χεριώ μου,
κι έχει το μίασμα ξεπλυθεί του μητροκτόνου.
γιατ᾽ όσο ακόμα ήταν νωπό, το ᾽χω ξορκίσει
με χοιροσφάχτους καθαρμούς στο βωμό πάνω
του Φοίβου, και θα πήγαινε του μάκρου ο λόγος,
αν ήθελα να πω απ᾽ αρχής πόσους ανθρώπους
πλησίασα, χωρίς γι᾽ αυτό κακό να πάθουν.
Όλα ο καιρός όσο γερνά και πάει, τα σβήνει
και τώρ᾽ αγνός μ᾽ εύφημο στόμα επικαλούμαι
την Αθηνά, που αυτή τη χώρα έχει δική της,
να ᾽ρθει βοηθός μου και χωρίς πολέμου αγώνα
290να πάρει εμέ, τη χώρα μου και το λαό μου
πιστό για πάντα σύμμαχο και τιμημένο.
Μα είτε στα μέρη της Λιβυστικής της χώρας,
στους τόπους που γεννήθηκε κατά το ρέμα
του Τρίτωνα γυρνά, ολόφαντ᾽ η κρυμμένη
βοήθεια σε φίλους φέρνοντας, ή το Φλεγραίο
τον κάμπο αναμετρά σαν άξιος πολεμάρχος,
ας έρθει· είναι θεός κι από μακριάθε ακούει,
για να μου γίνει λυτρωτής απ᾽ όλα τούτα.
ΧΟΡΟΣ
Δε θα σε σώσει ο Απόλλωνας ούτε το χέρι
300της Αθηνάς, να μη χαθείς παρατημένος,
δίχως στα στήθια σου χαρά ποτέ να μάθεις,
σκιά χωρίς αίμα, βόσκημα των Ερινύων.
Δεν απαντάς, μα μου αψηφάς τα λόγια τάχα
συ που για μένα τάξιμο σ᾽ έχουνε θρέψει;
και θα μας θρέψεις ζωντανός κι όχι σφαγμένος
στο βωμό. Μ᾽ άκου αυτόν τον ύμνο που σε δένω:
|