Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἀγαμέμνων (355-402)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΠΡΩΤΟΝ


355 ΧΟ. — ὦ Ζεῦ βασιλεῦ καὶ νὺξ φιλία
μεγάλων κόσμων κτεάτειρα,
ἥτ᾽ ἐπὶ Τροίας πύργοις ἔβαλες
στεγανὸν δίκτυον, ὡς μήτε μέγαν
μήτ᾽ οὖν νεαρῶν τιν᾽ ὑπερτελέσαι
360 μέγα δουλείας
γάγγαμον, ἄτης παναλώτου.
Δία τοι ξένιον μέγαν αἰδοῦμαι
τὸν τάδε πράξαντ᾽, ἐπ᾽ Ἀλεξάνδρῳ
τείνοντα πάλαι τόξον, ὅπως ἂν
365 μήτε πρὸ καιροῦ μήθ᾽ ὑπὲρ ἄστρων
βέλος ἠλίθιον σκήψειεν.

— Διὸς πλαγὰν ἔχουσιν εἰπεῖν, [στρ. α]
πάρεστιν τοῦτό γ᾽ ἐξιχνεῦσαι.
ἔπραξεν ὡς ἔκρανεν. οὐκ ἔφα τις
370 θεοὺς βροτῶν ἀξιοῦσθαι μέλειν
ὅσοις ἀθίκτων χάρις
πατοῖθ᾽· ὁ δ᾽ οὐκ εὐσεβής.
πέφανται δ᾽ ἐγγονοῦσα τόλμη τῶν Ἄρη
375 πνεόντων μεῖζον ἢ δικαίως,
φλεόντων δωμάτων ὑπέρφευ
ὑπὲρ τὸ βέλτιστον. ἔστω δ᾽ ἀπή-
μαντον, ὥστ᾽ ἀπαρκεῖν
380 εὖ πραπίδων λαχόντι.
οὐ γὰρ ἔστιν ἔπαλξις
πλούτου πρὸς κόρον ἀνδρὶ
λακτίσαντι μέγαν Δίκας
βωμὸν εἰς ἀφάνειαν.

βιᾶται δ᾽ ἁ τάλαινα πειθώ, [ἀντ. α] 385
προβούλου παῖς ἄφερτος ἄτας.
ἄκος δὲ πᾶν μάταιον. οὐκ ἐκρύφθη,
πρέπει δέ, φῶς αἰνολαμπές, σίνος·
390 κακοῦ δὲ χαλκοῦ τρόπον
τρίβῳ τε καὶ προσβολαῖς
μελαμπαγὴς πέλει δικαιωθείς, ἐπεὶ
395 διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν,
πόλει πρόστριμμα θεὶς ἄφερτον·
λιτᾶν δ᾽ ἀκούει μὲν οὔτις θεῶν·
τὸν δ᾽ ἐπίστροφον τῶν[δε]
φῶτ᾽ ἄδικον καθαιρεῖ.
οἷος καὶ Πάρις ἐλθὼν
400 ἐς δόμον τὸν Ἀτρειδᾶν
ᾔσχυνε ξενίαν τράπε-
ζαν κλοπαῖσι γυναικός.


ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


Ω Δία παντοδύναμε και Νύχτ᾽ αγαπητή,
που τ᾽ αναρίθμητα έχεις τα στολίδια,
πυκνά πλεμάτια τύλιξες τη γη την Τρωική
μ᾽ άσπαστα σιδερένια δαχτυλίδια,
Μήτε μεγάλοι να μπορούν μήτ᾽ άγουρα παιδιά
— κι ανώφελα κανείς ας μη γυρεύει —
360το δίχτυ να πηδήσουνε που ξάπλωσ᾽ η σκλαβιά
κι όλους τριγύρω μέσα του μαζεύει.
Σε τρέμω, Δία ξένιε, και τα έργα σου τιμώ,
που από καιρό τεντώνεις το δοξάρι
για να μη ρίξεις άνεργο το δίκιο σου θυμό
επάνω στον αδικητή τον Πάρη.

Του Δία το χτύπημα έχουνε να πουν,
το χέρι του φως φανερό καθένας βλέπει·
βουλή του η τύχη των· και αν πει κανείς
πως δεν τους μέλει
370να γνοίαζουντ᾽ οι θεοί για όσους πατούν
τ᾽ ανέγγιχτ᾽ άγια, είν᾽ ασεβής·
θα το ᾽βρει κάπου όλη᾽ η γενιά
κείνου, που αχόρταγη φουντώνει
πέρ᾽ απ᾽ το δίκιο η αποκοτιά,
ενώ με βιος τα σπίτια του
πάν᾽ από κάθε μέτρο τα φορτώνει.
Ας θέλει όσα του φτάνουν ξέγνοιαστος
380κι ακίνδυνα να ζει ο που έχει γνώση·
μα ένας, που μέσα στο μεθύσι
του πλούτου θα ποδοπατήσει
το μέγα το βωμό της Δίκης,
κάστρο δεν είναι να τον σώσει.

Καβάλα παίρνει τον η άθλια η Πειθώ,
της τύφλωσης η κόρη, και τον σέρνει
εκεί που τότε κάθε πια γιατρειά
είναι χαμένη.
Δεν κρύβεται· φαντάζει μαύρο φως
390καταραμένο η συμφορά του
κι όπως χρυσάφι ψεύτικο στερνά
με τη τριβήν αχνόμαυρο προβάλλει,
δικαιώθηκε, που σα μωρό
πουλί να πιάσει κυνηγά
και στους δικούς ζημιά άφερτη έχει βάλει·
θεός κανείς τα παρακάλια δε γρικά
κι όποιος στην ανομία ζει, θα τον χαλάσει·
Καθώς ο Πάρης, που το σπίτι
400που τον εφίλευε του Ατρείδη
με την κλεψιά της γυναικός του
δε ντράπηκε να το ατιμάσει.