ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ Ω Δία παντοδύναμε και Νύχτ᾽ αγαπητή,
που τ᾽ αναρίθμητα έχεις τα στολίδια,
πυκνά πλεμάτια τύλιξες τη γη την Τρωική
μ᾽ άσπαστα σιδερένια δαχτυλίδια,
Μήτε μεγάλοι να μπορούν μήτ᾽ άγουρα παιδιά
— κι ανώφελα κανείς ας μη γυρεύει —
360το δίχτυ να πηδήσουνε που ξάπλωσ᾽ η σκλαβιά
κι όλους τριγύρω μέσα του μαζεύει.
Σε τρέμω, Δία ξένιε, και τα έργα σου τιμώ,
που από καιρό τεντώνεις το δοξάρι
για να μη ρίξεις άνεργο το δίκιο σου θυμό
επάνω στον αδικητή τον Πάρη.
Του Δία το χτύπημα έχουνε να πουν,
το χέρι του φως φανερό καθένας βλέπει·
βουλή του η τύχη των· και αν πει κανείς
πως δεν τους μέλει
370να γνοίαζουντ᾽ οι θεοί για όσους πατούν
τ᾽ ανέγγιχτ᾽ άγια, είν᾽ ασεβής·
θα το ᾽βρει κάπου όλη᾽ η γενιά
κείνου, που αχόρταγη φουντώνει
πέρ᾽ απ᾽ το δίκιο η αποκοτιά,
ενώ με βιος τα σπίτια του
πάν᾽ από κάθε μέτρο τα φορτώνει.
Ας θέλει όσα του φτάνουν ξέγνοιαστος
380κι ακίνδυνα να ζει ο που έχει γνώση·
μα ένας, που μέσα στο μεθύσι
του πλούτου θα ποδοπατήσει
το μέγα το βωμό της Δίκης,
κάστρο δεν είναι να τον σώσει.
Καβάλα παίρνει τον η άθλια η Πειθώ,
της τύφλωσης η κόρη, και τον σέρνει
εκεί που τότε κάθε πια γιατρειά
είναι χαμένη.
Δεν κρύβεται· φαντάζει μαύρο φως
390καταραμένο η συμφορά του
κι όπως χρυσάφι ψεύτικο στερνά
με τη τριβήν αχνόμαυρο προβάλλει,
δικαιώθηκε, που σα μωρό
πουλί να πιάσει κυνηγά
και στους δικούς ζημιά άφερτη έχει βάλει·
θεός κανείς τα παρακάλια δε γρικά
κι όποιος στην ανομία ζει, θα τον χαλάσει·
Καθώς ο Πάρης, που το σπίτι
400που τον εφίλευε του Ατρείδη
με την κλεψιά της γυναικός του
δε ντράπηκε να το ατιμάσει.
|