ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Έρχεται ο γελαδάρης οδηγώντας τον Ορέστη και τον Πυλάδη δεμένους· ακολουθούν δύο φύλακες. Τους πρωτοβλέπει η κορυφαία. Αμέσως έπειτα ξαναβγαίνει από το ναό η Ιφιγένεια.
ΚΟΡ. Αλλά νά, με τα χέρια δεμένα σφιχτά,
οι δυο νέοι προχωρούν, της θεάς
τα καινούργια σφαχτάρια· καλές μου, σιωπή!
Για θυσίας προσφορά, της Ελλάδας ανθοί,
460νά, σιμώνουνε πια στο ναό·
και δεν ήτανε ψέματ᾽ αυτά που ο βοσκός
των γελάδων μάς είπε.
Αν σου αρέσουν των ντόπιων, θεά, οι τελετές,
δέξου αυτές τις θυσίες, που ανόσιες ο νόμος σ᾽ εμάς
τις λογιάζει, κι αλάργα από τέτοιες κρατά
των Ελλήνων τα χέρια.
ΙΦΙ. Αρκεί·
Η πρώτη μου φροντίδα πρέπει να είναι
καλά να γίνουν τα ιερά· τα χέρια
των ξένων λύστε· αφού είναι πια δοσμένοι
στη θεά, δεμένοι να μην είναι.
Οι δυο φύλακες λύνουν τα χέρια των δυο νέων και μένουν κοντά τους· ο γελαδάρης φεύγει. Η Ιφιγένεια μιλεί έπειτα στους δυο υπηρέτες του ναού που την είχαν βοηθήσει στις χοές και που είναι και τώρα κοντά της.
Μπείτε
470εσείς μες στο ναό κι εκεί ετοιμάστε
όσα απαιτούνε το έθιμο κι η ανάγκη.
Αλί!
Ποιά μάνα να σας έκαμε, ποιός τάχα
πατέρας; Κι η αδερφή σας τί λεβέντες
—αν έχετε αδερφή— θα χάσει, κι έρμη
θα μείνει! Ποιόν θα βρει μια τέτοια τύχη
κανείς δεν ξέρει· η θεία βουλή βαδίζει
στα σκοτεινά· και το κακό κανένας
δεν το μαντεύει· η τύχη εκεί το φέρνει
που δεν το νιώθεις. Άμοιροί μου ξένοι,
πούθε έρχεστε; Μεγάλο το ταξίδι
που κάματε ως εδώ· ο καιρός που θα είστε
480μακριά από την πατρίδα σας, στον κάτω
κόσμο, πολύς θα ᾽ναι και εκείνος, αιώνιος.
ΟΡΕ. Κυρά μου, όποια και να ᾽σαι, τί τις θέλεις
αυτές τις κλάψες, και προσθέτεις λύπες
σ᾽ όσα μας περιμένουνε; Δεν το ᾽χω
για φρόνιμο, ένας που είναι για να σφάξει
να θέλει του χαμού το φόβο μέσα
στη σπλαχνιά να τον πνίξει· το ίδιο, αν ένας
το θάνατο θρηνεί που στέκει εμπρός του
χωρίς να υπάρχει ελπίδα σωτηρίας·
έτσι το ένα κακό διπλό το κάνει:
και για άμυαλος περνά και δε γλιτώνει·
αυτά στην τύχη ας μείνουν. Και για μας
490μην κλαις· γιατί για τις εδώ θυσίες
τα ᾽χουμε μάθει και γνωστές μάς είναι.
|