ΜΕΝ. Αχ, συγγενείς λοιπόν δεν είχα ο δόλιος.
ΑΓΑ. Πώς! Φτάνει να μη θέλεις το χαμό τους.
ΜΕΝ. Πού θα το δείξεις αδερφός πως είσαι;
ΑΓΑ. Στα γνωστικά, μαζί σου· όχι στις τρέλες.
ΜΕΝ. Δικός σου να είναι του δικού σου ο πόνος.
ΑΓΑ. Να με καλείς κοντά σου κάνοντάς μου
καλό κι όχι λυπώντας με. ΜΕΝ. Σε αγώνα
410λοιπόν ελληνικό δεν παίρνεις μέρος;
ΑΓΑ. Μα κάποιος θεός σάς τρέλανε, κι εσένα
και την Ελλάδα. ΜΕΝ. Για το σκήπτρο που έχεις
καμάρωνε, προδότη του αδερφού σου.
Θα βρω έναν άλλον τρόπο, σε άλλους φίλους
πηγαίνω…
Κάνει να φύγει, αλλά σταματά βλέποντας να έρχεται ένας αγγελιοφόρος.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Αγαμέμνονα, στρατάρχη,
των Πανελλήνων, ήρθα φέρνοντάς σου
την κόρη σου Ιφιγένεια. Και η κυρά σου
η Κλυταιμήστρα, η μάνα της, μαζί ᾽ναι,
κι ο Ορέστης ο μικρός· χαρά να νιώσεις,
τόσον καιρό που λείπεις απ᾽ το σπίτι.
420Μα ήταν πολύς ο δρόμος κι οι γυναίκες
πλάι στα νερά δροσίζονται μιας βρύσης·
και τ᾽ άλογα μαζί· σ᾽ ένα λιβάδι
στη χλόη, τις κατεβάσαμε, να φάνε.
Κι έτρεξα εγώ μπροστά, να σου μηνύσω
να ετοιμαστείς· γιατί ο στρατός το ξέρει
—γοργά το νέο απλώθηκε— πως ήρθε
η κόρη σου. Και τρέχουνε τα πλήθη
να δουν· για τους τρανούς όλοι μιλούνε,
πάνω τους πέφτουν οι ματιές του κόσμου.
430Και λένε: «Τί σχεδιάζουν; γάμο ή άλλο;
Μήπως ο βασιλιάς την κόρη του έχει
ποθήσει και της μήνυσε;» Άλλοι πάλι:
«Στην Άρτεμη, πολιούχα της Αυλίδας,
προσφέρνουνε —σα νύφη— το κορίτσι·
ποιός να την παίρνει;» Ετοίμασε όμως τώρα
τα κάνιστρα που πρέπει και στεφάνι
βάλε —κι εσύ, Μενέλαε— στο κεφάλι,
γνοιάσου για τη χαρά του γάμου, μέσα
του αυλού ας ηχήσει λάλημα και χτύπος
ποδιών χορευτικός· για την κοπέλα
η μέρα τούτη καλορίζικη ήρθε.
|