ΕΚΑΒΗ
Ω κόρη μου, κι εγώ σκλάβα θα ζήσω.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Ανύπαντρη, χωρίς νυφιάτικα τραγούδια.
ΕΚΑΒΗ
Καημένο εσύ παιδί, κι άμοιρη, εγώ, γυναίκα.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Εκεί θα βρίσκομαι, στον Κάτω Κόσμο, μακριά σου.
ΕΚΑΒΗ
Αλί μου, τί να πράξω; Και ποιό θα ᾽ναι το τέλος μου;
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
420Σκλάβα πεθαίνω, κι είχα ελεύθερο πατέρα.
ΕΚΑΒΗ
Κι εγώ που τα πενήντα μου παιδιά έχω χάσει…
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Τί θες στον Έκτορα να πω, ή στον γέροντά σου;
ΕΚΑΒΗ
Πως είμαι η πιο δυστυχισμένη απ᾽ τις γυναίκες.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Ω κόρφοι που με θρέψατε γλυκά.
ΕΚΑΒΗ
Ω κόρη μου, που μαύρη μοίρα σε ήβρε πριν της ώρας.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Γεια σου, μανούλα μου. Έχε γεια και συ, Κασάνδρα.
ΕΚΑΒΗ
Άλλοι έχουν την υγειά τους, η μανούλα σου όχι.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Και συ, Πολύδωρε, αδερφέ, που ζεις στη Θράκη.
ΕΚΑΒΗ
Αν ζει· δεν το πολυπιστεύω· σ᾽ όλα δύστυχη.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
430Ζει, και τα μάτια θα σου κλείσει όταν πεθάνεις.
ΕΚΑΒΗ
Πριν να πεθάνω, οι συμφορές με θανατώσαν.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Οδήγα με, Οδυσσέα, όμως, πρωτύτερα,
σκέπασέ μου το κεφάλι με πέπλα.
Γιατί πριν να σφαχτώ, έχει λιώσει η καρδιά μου
απ᾽ της μάνας τους θρήνους, που κι αυτήν
το δικό μου βογκητό την αφάνισε.
Ω φως! Τ᾽ όνομά σου μονάχα μπορώ να προφέρω,
όμως για λίγο ακόμα θα σε χαίρομαι
όσο χρειάζεται για να περάσω ανάμεσα
στο σπαθί και στη φωτιά του Αχιλλέα.
(Φεύγει.)
ΕΚΑΒΗ
Ω, χάνομαι, κόπηκαν πια τα ήπατά μου.
Κόρη μου, πιάσε τη μάνα σου, άπλωσέ μου το χέρι,
δώσ᾽ μου το. Έρμη από παιδί
μη μ᾽ αφήνεις.
440Καλές μου, σβήνω.
Έτσι να δω την αδερφή των Διοσκούρων,
τη Λακώνισσα Ελένη,
που την ευτυχισμένη Τροία ρήμαξε,
η ελεεινή με τα μαργιόλικα μάτια.
(Σωριάζεται καταγής.)
|