[340c] Δεν σημαίνει δα και τίποτε, είπα εγώ, Πολέμαρχε· αλλ᾽ αν θέλει να δώσει τώρα αυτή την εξήγηση ο Θρασύμαχος, εμείς το δεχόμαστε κι αυτό. Πες μου λοιπόν, Θρασύμαχε, αυτό είναι που εννοούσες με το δίκαιο, το συμφέρον δηλαδή του ισχυροτέρου όπως το κρίνει αυτός ο ίδιος, αδιάφορο αν τον συμφέρει πραγματικώς ή όχι; Εγώ; καθόλου. Νομίζεις λοιπόν πως ονομάζω ισχυρότερον έναν άνθρωπο που σφάλλει, ενόσω σφάλλει; Πραγματικώς, είπα, αυτό νόμιζα πως έλεγες, όταν παραδεχόσουν πως οι άρχοντες δεν είναι αναμάρτητοι, αλλά περιπίπτουν και σε σφάλματα κάποτε. [340d] Βέβαια, γιατί είσαι ένας συκοφάντης, Σωκράτη, όταν θέλεις να δίνεις στα λόγια μου το νόημα που δεν έχουν· αλλά δε μου λες, γιατρό ονομάζεις εσύ έναν έξαφνα που απατάται ως προς τις αρρώστιες, την ώρα που απατάται σ᾽ αυτό το πράγμα, ή λογιστή έναν που κάνει λάθη στους λογαριασμούς, όταν και όσο περιπίπτει σ᾽ αυτά τα λάθη; Είναι αλήθεια πως λέμε στην ομιλία συνήθως ότι ο γιατρός απατήθηκε, ο λογιστής έκαμε λάθος, ο γραμματικός και ούτω καθεξής· πραγματικώς όμως φρονώ ότι καθένας απ᾽ αυτούς, ενόσω είναι [340e] εκείνο που λέμε ότι είναι, ποτέ δεν περιπίπτει σε σφάλματα. Ώστε για να μιλήσομε με ακρίβεια, αφού και συ τόσο ακριβολογείς, κανείς από τους κατόχους μιας τέχνης ή επιστήμης δεν περιπίπτει σε λάθη· γιατί μόνο όταν τον εγκαταλείπει η επιστήμη του σφάλλεται, οπόταν όμως δεν είναι πια επιστήμων. Ώστε είτε επιστήμων, είτε τεχνίτης, είτε σοφός, είτε άρχων, ποτέ δεν απατάται, όσο και να λέμε στην κοινή ομιλία πως ο γιατρός απατήθηκε, ο άρχων έσφαλε· και κάτι τέτοιο δέξου και συ τώρα πως σου είπα, γιατί αυτή είναι η ακριβολογία του πράγματος· ο άρχων, ενόσω [341a] είναι πραγματικώς άρχων, δεν σφάλλεται, και αφού επομένως δεν σφάλλεται, νομοθετεί το συμφερότερο για τον εαυτό του, και αυτό πρέπει να το εκτελούν οι υπήκοοι. Ώστε, όπως εξαρχής όρισα το δίκαιο, και τώρα το ίδιο ξαναλέγω, πως δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυροτέρου. Έστω, είπα εγώ, Θρασύμαχε· με θεωρείς λοιπόν συκοφάντη; Και πολύ μάλιστα. Νομίζεις δηλαδή πως με πονηρή πρόθεση και για να σου στήσω παγίδα, σε ρώτησα όπως σε ρώτησα; Είμαι βεβαιότατος, μα τίποτε δεν έχεις να κερδίσεις μ᾽ αυτό· [341b] δεν θα μου ξεφύγουν πια οι παγίδες, μα κι αν μου ξεφύγουν, δεν θα το καταφέρεις να με πιάσεις στα λόγια. Ούτε θα το επιχειρήσω, ευλογημένε· μα για να μη μας συμβεί πάλι τίποτε παρόμοιο, όρισε πώς παίρνεις τον άρχοντα και τον ισχυρότερο· όπως συνήθως μεταχειριζόμαστε αυτές τις λέξεις ή με όλη την ακριβολογία τους, εκείνον που το συμφέρον του, επειδή είναι ισχυρότερος, είναι δίκαιο να κανονίζει πάντα τις πράξεις του ασθενεστέρου; Ναι αυτόν, τον άρχοντα με όλη την ακριβολογία της λέξεως· και συ βάλε, αν μπορείς σε ενέργεια όλα σου τα τεχνάσματα και τις συκοφαντίες· σου δίνω όλη μου την άδεια· αλλά θα χάσεις άδικα τους κόπους σου. [341c] Και νομίζεις πως τρελάθηκα, για να τολμήσω να κουρέψω λεοντάρι ή να συκοφαντήσω τον Θρασύμαχο; Και μολαταύτα κι αυτό δοκίμασες να το κάμεις, αλλά ωραία τα κατάφερες. Έλα, ας τελειώνομε πια μ᾽ αυτά, είπα εγώ, και λέγε μου τώρα· ο γιατρός μ᾽ όλη την ακριβολογία της λέξεως, όπως εσύ τον όρισες, είναι τάχα χρηματιστής ή θεραπευτής των αρρώστων; Θεραπευτής των αρρώστων. Και ο κυβερνήτης πάλι, ο πραγματικός εννοώ κυβερνήτης, είναι απλώς ναύτης ή αρχηγός των ναυτών; Αρχηγός των ναυτών. |