Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Τρῳάδες (511-567)

ΣΤΑΣΙΜΟΝ Α

ΧΟ. ἀμφί μοι Ἴλιον, ὦ [στρ.]
Μοῦσα, καινῶν ὕμνων
ἄεισον ἐν δακρύοις
ᾠδὰν ἐπικήδειον·
515 νῦν γὰρ μέλος ἐς Τροίαν ἰαχήσω,
τετραβάμονος ὡς ὑπ᾽ ἀπήνας
Ἀργείων ὀλόμαν τάλαινα δοριάλωτος,
ὅτ᾽ ἔλιπον ἵππον οὐράνια
520 βρέμοντα χρυσεοφάλαρον ἔνο-
πλον ἐν πύλαις Ἀχαιοί·
ἀνὰ δ᾽ ἐβόασεν λεὼς
Τρῳάδος ἀπὸ πέτρας σταθείς·
«ἴτ᾽, ὦ πεπαυμένοι πόνων,
525 τόδ᾽ ἱερὸν ἀνάγετε ξόανον
Ἰλιάδι Διογενεῖ κόρᾳ.»
τίς οὐκ ἔβα νεανίδων,
τίς οὐ γεραιὸς ἐκ δόμων;
κεχαρμένοι δ᾽ ἀοιδαῖς
530 δόλιον ἔσχον ἄταν.

πᾶσα δὲ γέννα Φρυγῶν [αντ.]
πρὸς πύλας ὡρμάθη,
πεύκᾳ ἐν οὐρείᾳ
ξεστὸν λόχον Ἀργείων
535 καὶ Δαρδανίας ἄταν θεᾷ δώσων,
χάριν ἄζυγος ἀμβρότα πώλου.
κλωστοῦ δ᾽ ἀμφιβόλοις λίνοιο, ναὸς ὡσεὶ
σκάφος κελαινόν, εἰς ἕδρανα
540 λάϊνα δάπεδά τε φόνια πατρί-
δι Παλλάδος θέσαν θεᾶς.
ἐπὶ δὲ πόνῳ καὶ χαρᾷ
νύχιον ἐπὶ κνέφας παρῆν,
Λίβυς τε λωτὸς ἐκτύπει
545 Φρύγιά τε μέλεα, παρθένοι δ᾽
ἀέριον ἀνὰ κρότον ποδῶν
βοάν τ᾽ ἔμελπον εὔφρον᾽· ἐν
δόμοις δὲ παμφαὲς σέλας
πυρὸς μέλαιναν αἴγλαν
550 *** ἔδωκεν ὕπνῳ.

ἐγὼ δὲ τὰν ὀρεστέραν [επωδ.]
τότ᾽ ἀμφὶ μέλαθρα παρθένον,
Διὸς κόραν [Ἄρτεμιν] ἐμελπόμαν
555 χοροῖσι· φοινία δ᾽ ἀνὰ
πτόλιν βοὰ κατεῖχε Περ-
γάμων ἕδρας· βρέφη δὲ φίλι-
α περὶ πέπλους ἔβαλλε μα-
τρὶ χεῖρας ἐπτοημένας·
560 λόχου δ᾽ ἐξέβαιν᾽ Ἄρης,
κόρας ἔργα Παλλάδος.
σφαγαὶ δ᾽ ἀμφιβώμιοι
Φρυγῶν, ἔν τε δεμνίοις
καράτομος ἐρημία
565 νεανίδων στέφανον ἔφερεν
Ἑλλάδι κουροτρόφῳ,
Φρυγῶν δὲ πατρίδι πένθη.

ΣΤΑΣΙΜΟ ΠΡΩΤΟ

ΧΟΡΟΣ
Μούσα, πρωτάκουστο πες,
θρηνητικό για την Τροία μοιρολόι·
για ένα τετράκυκλο εγώ
σύνεργο τώρα θα πω στο τραγούδι μου,
που ᾽γινε αιτία —φριχτή συμφορά—
σκλάβα οι Αργείοι να με πάρουν εμέ τη βαριόμοιρη.
Έξω απ᾽ τις πύλες μας τ᾽ άφησαν τ᾽ άλογο·
520βρόνταγε κείνο κι ολόψηλα έφτανε ο βρόντος του,
κι είχε τα χάμουρα ολόχρυσα
και βαριαρμάτωτοι μέσα του κρύβονταν άντρες.
Όρθιος στο βράχο τον τρωικό,
έκραξε δυνατά ο λαός:
«Τα βάσανά μας πάνε· εμπρός,
τ᾽ άγιο άγαλμα ανεβάστε εδώ,
για του Ίλιου την τρανή κυρά,
του Δία την κόρη την αγνή.»
Τα σπίτια αδειάσαν· κοπελιές,
γέροι, όλοι ξεπετάχτηκαν·
χαρές, τραγούδια· κι έμπασαν
530τη συμφορά τη δολερή.

Προς την καστρόπορτα εκεί
χίμηξε τότε ο λαός, όλοι οι Φρύγες,
για να χαρούνε, να δουν
δόλο του εχθρού μας κρυφτόν σε πευκόξυλο,
προς την παρθένα θεά προσφορά,
μα συμφορά για την Τροία· σαν καράβι μαυρόπλωρο,
με τα σκοινιά τα κλωσμένα αφού το ᾽δεσαν,
μες στο ναό της Παλλάδας κυλώντας τ᾽ απόθεσαν,
540πάνω στο πέτρινο δάπεδο,
όπου σε λίγο σφαγή θα γινόταν των Τρώων.
Δουλειά χαρούμενη, ώσπου πια
έπεσε η νύχτα η σκοτεινή·
λαλούσαν τότε λιβυκές
φλογέρες, φρυγικοί σκοποί,
και σε χαρούμενους ρυθμούς
χοροί, τραγούδια κοριτσιών·
έξω ήταν λάμψη δυνατή,
μα μες στο σπίτι φως θαμπό,
και μες στο μισοσκόταδο
550στον ύπνο γέρνανε απαλά.

Στον ιερόν αυλόγυρο
της κυράς της Άρτεμης
είχαμε χορό στημένον
πλήθος οι Τρωαδιτοπούλες
και δοξολογούσαμε
τη βουνίσια την παρθένα.
Κι άξαφνα σύρθηκε
μέσα στο κάστρο πολέμου κραυγή·
τρομαγμένα
χέρια απλώνανε τα βρέφη
στων μανάδων την αγκάλη·
μέσ᾽ απ᾽ τον κρυψώνα του,
560έργο της Παλλάδας,
Άρης άγριος ξεπροβάλλει·
γύρω στους βωμούς των Τρώων σφαγή·
νιες γυναίκες στα έρημά τους τα κρεβάτια
θέριζαν τα πλούσια τους μαλλιά,
κι ήτανε στεφάνια δόξας
για τα παλικάρια της Ελλάδας,
μα για τη δικιά μας την πατρίδα
πένθους προσφορά.