Στρατήγημα του Θεμιστοκλή. Η φιλοπατρία του Αριστείδη [12.1] Λένε μερικοί πως την ώρα που μιλούσε ο Θεμιστοκλής από το κατάστρωμα του πλοίου του γι᾽ αυτά που συζητήθηκαν, φάνηκε έξαφνα μια κουκουβάγια που πέταξε από τη δεξιά μεριά των πλοίων και κάθισε στην άκρη των καταρτιών· τούτο ακόμη περισσότερο έκαμε τους Έλληνες να αποδεχτούν τη γνώμη του, και ετοιμάζονταν να ναυμαχήσουν. [12.2] Αλλά, όταν ο στόλος των εχθρών φάνηκε στην Αττική και πλέοντας προς το λιμάνι του Φαλήρου σκέπασε τ᾽ ακρογιάλια ολόγυρα και ο ίδιος ο βασιλιάς με το πεζικό του κατέβηκε στη θάλασσα και τον είδαν με συγκεντρωμένο το στρατό του, γιατί όλες οι δυνάμεις του εχθρού μαζεύτηκαν σ᾽ ένα μέρος, τότε πια σβήστηκαν από το μυαλό των Ελλήνων τα λόγια του Θεμιστοκλή. Οι Πελοποννήσιοι έστρεφαν πάλι τα βλέμματά τους με ανησυχία προς τον Ισθμό και θύμωναν, αν κανένας τους έκανε άλλη πρόταση· έτσι αποφάσισαν να φύγουν τη νύχτα και δόθηκε διαταγή στους κυβερνήτες για το ξεκίνημα των πλοίων. [12.3] Στην περίπτωση αυτή ο Θεμιστοκλής, καταλυπημένος από τη σκέψη ότι οι Έλληνες, αδιαφορώντας για τη βοήθεια που τους προσφέρουν ο τόπος και τα στενά, έμελλαν να σκορπιστούν στις πόλεις τους, σκέφτηκε και σχεδίασε το περίφημο τέχνασμα με το Σίκιννο. [12.4] Ο Σίκιννος αυτός ήταν περσικής καταγωγής, αιχμάλωτος πολέμου, μα αφοσιωμένος στο Θεμιστοκλή και παιδαγωγός των παιδιών του. Τον έστειλε λοιπόν κρυφά στον Ξέρξη και του έδωσε διαταγή να πει ότι ο Θεμιστοκλής, ο στρατηγός των Αθηναίων, προτιμά να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του βασιλιά και γι᾽ αυτό σπεύδει να του κάμει γνωστό ότι οι Έλληνες σκέφτονται να φύγουν κρυφά και τον προτρέπει να μην τους αφήσει να φύγουν, παρά τη στιγμή που βρίσκονται σε αταξία και είναι χωρίς το πεζικό τους, να επιτεθεί και να καταστρέψει τη ναυτική τους δύναμη. [12.5] Ο Ξέρξης που πίστεψε πως αυτά του τα έλεγε άνθρωπος που τον αγαπά, ευχαριστήθηκε και αμέσως έδωσε διαταγή στους πλοιάρχους τα άλλα πλοία να τα ετοιμάσουν με ησυχία, αλλά με διακόσια να ξεκινήσουν αμέσως, για να περικυκλώσουν όλο το πέραμα γύρω γύρω και να περιζώσουν τα κοντινά νησιά, ώστε να μην ξεφύγει κανένας από τους εχθρούς του. [12.6] Την ώρα που γίνονταν αυτά, ο Αριστείδης, ο γιός του Λυσιμάχου, που πρώτος τα κατάλαβε, ήρθε στη σκηνή του Θεμιστοκλή, μολονότι δεν τα είχε καλά μαζί του, και μάλιστα εξαιτίας του είχε εξοστρακιστεί, καθώς έχουμε πει· και μόλις ο Θεμιστοκλής βγήκε από τη σκηνή και παρουσιάστηκε μπροστά του, ο Αριστείδης του λέει ότι ο στόλος έχει περικυκλωθεί. [12.7] Ο Θεμιστοκλής τότε που ήξερε και από άλλες περιστάσεις την τιμιότητα του Αριστείδη και χάρηκε τώρα για την παρουσία του, του φανερώνει όσα έγιναν με το Σίκιννο και τον παρακαλεί να τον βοηθήσει για να συγκρατήσουν τους Έλληνες και να ενώσει τις προσπάθειές του και αυτός που οι Έλληνες του είχαν περισσότερη εμπιστοσύνη, για να τους πείσει να ναυμαχήσουν στα στενά. [12.8] Ο Αριστείδης επαίνεσε τότε το Θεμιστοκλή και πήγε αμέσως στους άλλους στρατηγούς και πλοιάρχους, παρακινώντας τους να πάρουν μέρος στη ναυμαχία. Ενώ όμως εκείνοι δυσπιστούσαν ακόμη, φάνηκε έξαφνα ένα πολεμικό πλοίο από την Τένεδο που αυτομολούσε από τους Πέρσες με ναύαρχο τον Παναίτιο και έφερε την είδηση ότι βρίσκονται κυκλωμένοι. Τότε πια εξοργισμένοι οι Έλληνες αναγκάστηκαν να ριχτούν στον κίνδυνο. Προετοιμασίες για τη ναυμαχία [13.1] Μόλις ξημέρωσε, ο Ξέρξης κάθισε πάνω σ᾽ ένα ύψωμα, για να επιβλέπει το στόλο και την παράταξή του. Αυτό το ύψωμα, όπως λέει ο Φανόδημος, βρισκόταν πιο πάνω από το ναό του Ηρακλή, εκεί όπου το νησί της Σαλαμίνας χωρίζεται μ᾽ ένα μικρό πέραμα από την Αττική· ο Ακεστόδωρος όμως νομίζει πως ήταν στα μεθόρια της Μεγαρίδας, πιο πάνω από την τοποθεσία που λέγεται «Κέρατα». Εκεί ο Ξέρξης έστησε ένα χρυσό θρόνο για να κάθεται και τοποθέτησε κοντά του πολλούς γραμματικούς, για να καταγράφουν όσα θα γίνονταν κατά τη ναυμαχία. [13.2] {Ενώ ο Θεμιστοκλής πρόσφερε θυσίες κοντά στη ναυαρχίδα, του έφεραν τρεις αιχμάλωτους, που ήταν πολύ όμορφοι στην όψη και στολισμένοι με λαμπρά ενδύματα και χρυσά κοσμήματα. Λέγονταν γι᾽ αυτούς ότι ήταν παιδιά της Σανδάκης, της αδελφής του Ξέρξη, και του Αρταΰκτη. [13.3] Όταν τους είδε ο μάντης Ευφραντίδης, επειδή την ίδια στιγμή μια μεγάλη και λαμπρή φλόγα αναπήδησε από το σφάγιο της θυσίας και συγχρόνως ένα φτάρνισμα ακούστηκε από τα δεξιά ως καλό σημάδι, έσφιξε το δεξί χέρι του Θεμιστοκλή και τον προέτρεψε να αφιερώσει τους νεαρούς στον Ωμηστή Διόνυσο και να τους θυσιάσει όλους με ικεσίες προς τον θεό· γιατί έτσι, έλεγε, οι Έλληνες θα εξασφαλίσουν τη σωτηρία και τη νίκη. [13.4] Ο Θεμιστοκλής σάστισε, γιατί ο λόγος του μάντη ήταν υπερβολικός και τρομερός· οι περισσότεροι όμως, οι οποίοι, όπως συμβαίνει συνήθως στους μεγάλους αγώνες και στις δύσκολες καταστάσεις, έλπιζαν να πετύχουν τη σωτηρία τους με παράλογα μάλλον παρά με λογικά μέσα, επικαλούνταν με μια φωνή τον θεό και σέρνοντας τους αιχμάλωτους στον βωμό επέβαλαν να τελεστεί η θυσία, όπως υπέδειξε ο μάντης. [13.5] Αυτά τα διηγήθηκε ο Φανίας ο Λέσβιος, που ήταν φιλόσοφος και καλός γνώστης της ιστορικής γραμματείας.}
|