Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Μήδεια (446-521)

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ Β΄


ΙΑΣΩΝ
οὐ νῦν κατεῖδον πρῶτον ἀλλὰ πολλάκις
τραχεῖαν ὀργὴν ὡς ἀμήχανον κακόν.
σοὶ γὰρ παρὸν γῆν τήνδε καὶ δόμους ἔχειν
κούφως φερούσῃ κρεισσόνων βουλεύματα,
450 λόγων ματαίων οὕνεκ᾽ ἐκπεσῇ χθονός.
κἀμοὶ μὲν οὐδὲν πρᾶγμα· μὴ παύσῃ ποτὲ
λέγουσ᾽ Ἰάσον᾽ ὡς κάκιστός ἐστ᾽ ἀνήρ.
ἃ δ᾽ ἐς τυράννους ἐστί σοι λελεγμένα,
πᾶν κέρδος ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῇ.
455 κἀγὼ μὲν αἰεὶ βασιλέων θυμουμένων
ὀργὰς ἀφῄρουν καί σ᾽ ἐβουλόμην μένειν·
σὺ δ᾽ οὐκ ἀνίεις μωρίας, λέγουσ᾽ ἀεὶ
κακῶς τυράννους· τοιγὰρ ἐκπεσῇ χθονός.
ὅμως δὲ κἀκ τῶνδ᾽ οὐκ ἀπειρηκὼς φίλοις
460 ἥκω, τὸ σὸν δὲ προσκοπούμενος, γύναι,
ὡς μήτ᾽ ἀχρήμων σὺν τέκνοισιν ἐκπέσῃς
μήτ᾽ ἐνδεής του· πόλλ᾽ ἐφέλκεται φυγὴ
κακὰ ξὺν αὑτῇ. καὶ γὰρ εἰ σύ με στυγεῖς,
οὐκ ἂν δυναίμην σοὶ κακῶς φρονεῖν ποτε.
465 ΜΗ. ὦ παγκάκιστε, τοῦτο γάρ σ᾽ εἰπεῖν ἔχω
γλώσσῃ μέγιστον εἰς ἀνανδρίαν κακόν·
ἦλθες πρὸς ἡμᾶς, ἦλθες ἔχθιστος γεγώς
[θεοῖς τε κἀμοὶ παντί τ᾽ ἀνθρώπων γένει];
οὔτοι θράσος τόδ᾽ ἐστὶν οὐδ᾽ εὐτολμία,
470 φίλους κακῶς δράσαντ᾽ ἐναντίον βλέπειν,
ἀλλ᾽ ἡ μεγίστη τῶν ἐν ἀνθρώποις νόσων
πασῶν, ἀναίδει᾽. εὖ δ᾽ ἐποίησας μολών·
ἐγώ τε γὰρ λέξασα κουφισθήσομαι
ψυχὴν κακῶς σὲ καὶ σὺ λυπήσῃ κλύων.
475 ἐκ τῶν δὲ πρώτων πρῶτον ἄρξομαι λέγειν·
ἔσωσά σ᾽, ὡς ἴσασιν Ἑλλήνων ὅσοι
ταὐτὸν συνεισέβησαν Ἀργῷον σκάφος,
πεμφθέντα ταύρων πυρπνόων ἐπιστάτην
ζεύγλαισι καὶ σπεροῦντα θανάσιμον γύην·
480 δράκοντά θ᾽, ὃς πάγχρυσον ἀμπέχων δέρος
σπείραις ἔσῳζε πολυπλόκοις ἄυπνος ὤν,
κτείνασ᾽ ἀνέσχον σοι φάος σωτήριον.
αὐτὴ δὲ πατέρα καὶ δόμους προδοῦσ᾽ ἐμοὺς
τὴν Πηλιῶτιν εἰς Ἰωλκὸν ἱκόμην
485 σὺν σοί, πρόθυμος μᾶλλον ἢ σοφωτέρα·
Πελίαν τ᾽ ἀπέκτειν᾽, ὥσπερ ἄλγιστον θανεῖν,
παίδων ὕπ᾽ αὐτοῦ, πάντα τ᾽ ἐξεῖλον δόμον.
καὶ ταῦθ᾽ ὑφ᾽ ἡμῶν, ὦ κάκιστ᾽ ἀνδρῶν, παθὼν
προύδωκας ἡμᾶς, καινὰ δ᾽ ἐκτήσω λέχη,
490 παίδων γεγώτων· εἰ γὰρ ἦσθ᾽ ἄπαις ἔτι,
συγγνώστ᾽ ἂν ἦν σοι τοῦδ᾽ ἐρασθῆναι λέχους.
ὅρκων δὲ φρούδη πίστις, οὐδ᾽ ἔχω μαθεῖν
εἰ θεοὺς νομίζεις τοὺς τότ᾽ οὐκ ἄρχειν ἔτι
ἢ καινὰ κεῖσθαι θέσμι᾽ ἀνθρώποις τὰ νῦν,
495 ἐπεὶ σύνοισθά γ᾽ εἰς ἔμ᾽ οὐκ εὔορκος ὤν.
φεῦ δεξιὰ χείρ, ἧς σὺ πόλλ᾽ ἐλαμβάνου,
καὶ τῶνδε γονάτων, ὡς μάτην κεχρῴσμεθα
κακοῦ πρὸς ἀνδρός, ἐλπίδων δ᾽ ἡμάρτομεν.
ἄγ᾽, ὡς φίλῳ γὰρ ὄντι σοι κοινώσομαι
500 (δοκοῦσα μὲν τί πρός γε σοῦ πράξειν καλῶς;
ὅμως δ᾽, ἐρωτηθεὶς γὰρ αἰσχίων φανῇ)·
νῦν ποῖ τράπωμαι; πότερα πρὸς πατρὸς δόμους,
οὓς σοὶ προδοῦσα καὶ πάτραν ἀφικόμην;
ἢ πρὸς ταλαίνας Πελιάδας; καλῶς γ᾽ ἂν οὖν
505 δέξαιντό μ᾽ οἴκοις ὦν πατέρα κατέκτανον.
ἔχει γὰρ οὕτω· τοῖς μὲν οἴκοθεν φίλοις
ἐχθρὰ καθέστηχ᾽, οὓς δέ μ᾽ οὐκ ἐχρῆν κακῶς
δρᾶν, σοὶ χάριν φέρουσα πολεμίους ἔχω.
τοιγάρ με πολλαῖς μακαρίαν Ἑλληνίδων
510 ἔθηκας ἀντὶ τῶνδε· θαυμαστὸν δέ σε
ἔχω πόσιν καὶ πιστὸν ἡ τάλαιν᾽ ἐγώ,
εἰ φεύξομαί γε γαῖαν ἐκβεβλημένη,
φίλων ἔρημος, σὺν τέκνοις μόνη μόνοις·
καλόν γ᾽ ὄνειδος τῷ νεωστὶ νυμφίῳ,
515 πτωχοὺς ἀλᾶσθαι παῖδας ἥ τ᾽ ἔσωσά σε.
ὦ Ζεῦ, τί δὴ χρυσοῦ μὲν ὃς κίβδηλος ᾖ
τεκμήρι᾽ ἀνθρώποισιν ὤπασας σαφῆ,
ἀνδρῶν δ᾽ ὅτῳ χρὴ τὸν κακὸν διειδέναι
οὐδεὶς χαρακτὴρ ἐμπέφυκε σώματι;
520 ΧΟ. δεινή τις ὀργὴ καὶ δυσίατος πέλει,
ὅταν φίλοι φίλοισι συμβάλωσ᾽ ἔριν.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


(Εισέρχεται ο Ιάσων από την ίδια πάροδο από την οποία
είχε εισέλθει και ο Κρέων.)

ΙΑΣΩΝ
Δεν είναι τώρα η πρώτη φορά που το βλέπω,
το έχω δει πολλές: Η άγρια οργή
είναι κακό ακαταμάχητο. Εσύ,
ενώ μπορούσες να ζεις σ᾽ αυτή τη γη
και να έχεις το σπίτι σου,
αν σήκωνες αγόγγυστα τους ορισμούς των δυνατών,
450για κάποια λόγια σου αστόχαστα
θα εξοριστείς από τη χώρα.
Και εγώ βεβαίως ποσώς που νοιάζομαι για μένα·
μην πάψεις ποτέ να λες ότι ο Ιάσων
είναι ο ελεεινότερος άντρας που υπάρχει.
Όμως γι᾽ αυτά που είπες για τους δυνάστες
θεώρησέ το μέγα κέρδος
που σου επιβάλλεται ως ποινή η εξορία.
455Και εγώ βέβαια, όποτε οργίζονταν οι βασιλιάδες,
επράυνα πάντα την οργή τους
και αγωνιζόμουν για να μείνεις. Εσύ όμως
δεν άφηνες να κοπάσει η μωρία σου
και δεν έπαψες ποτέ να διασύρεις τους δυνάστες.
Γι᾽ αυτό εξορίζεσαι από τη χώρα.
Ωστόσο, ακόμα και τώρα,
δεν εγκαταλείπω τους ανθρώπους που αγάπησα
460και ήρθα. Νοιάζομαι για το δικό σου το καλό, γυναίκα·
να μη βρεθείς με τα παιδιά στην εξορία δίχως χρήματα
και να μη στερηθείς τίποτα.
Σέρνει πολλά κακά μαζί της η εξορία.
Μπορεί εσύ να με μισείς, όμως εγώ
ποτέ δεν θα θελήσω το κακό σου.
465ΜΗ. Πανάθλιε —δεν βρίσκω λόγο πιο βαρύ για έναν άνανδρο—,
ήρθες μπροστά μου, ήρθες, ενώ είσαι ο χειρότερος εχθρός μου
[για τους θεούς, για μένα, για όλο το γένος των ανθρώπων];
Δεν είναι θάρρος τούτο, δεν είναι τόλμη,
470να έχεις αδικήσει ανθρώπους που αγάπησες
και να ᾽χεις μάτια να τους αντικρίσεις. Αυτό
είναι η μέγιστη απ᾽ όλες τις αρρώστιες των ανθρώπων:
αναισχυντία. Όμως έπραξες άριστα που ήρθες.
Γιατί και εγώ θα πω όσα σου καταμαρτυρώ
και η ψυχή μου θα ξαλαφρώσει,
και εσύ ακούγοντάς τα θα πονέσεις.
475Θα αρχίσω πρώτα από τα πρώτα.
Σε έσωσα, όπως το ξέρουν όσοι από τους Έλληνες
μπήκαν μαζί σου στο καράβι της Αργώς,
όταν ήρθες να ζέψεις στον ζυγό
τους ταύρους με την πύρινη ανάσα
και να οργώσεις στον κάμπο του θανάτου.
480Τον δράκοντα, που φύλαγε άγρυπνος
το πάγχρυσο δέρας τυλίγοντάς το
με τους αμέτρητους κύκλους του σώματός του,
τον σκότωσα και ύψωσα για σένα
φως σωτηρίας.
Πρόδωσα πατέρα και σπίτι
και βρέθηκα μαζί σου στην Ιωλκό και στο Πήλιο,
485άκουσα την καρδιά μου, όχι τη λογική.
Σκότωσα τον Πελία, με τον πιο φριχτό θάνατο που υπάρχει
—τον θανάτωσαν οι ίδιες του οι κόρες—,
και το σπίτι του ολόκληρο το ρήμαξα.
Εγώ, άθλιε άνδρα, έκανα τόσα για σένα,
και εσύ με πρόδωσες για το κρεβάτι κάποιας άλλης,
490ενώ είχαμε παιδιά. Αν ήσουν ακόμα χωρίς παιδιά,
θα μπορούσε να καταλάβει κάποιος
τον πόθο σου γι᾽ αυτόν τον γάμο.
Η πίστη στους όρκους εχάθηκε
και δεν μπορώ να ξέρω τί πιστεύεις,
πως οι θεοί εκείνοι δεν κυβερνούν πια τον κόσμο
ή ότι τώρα θεσπίστηκαν για τους ανθρώπους νέοι νόμοι;
495Γιατί γνωρίζεις, βέβαια, καλά
ότι τους όρκους που έδωσες δεν τους σεβάστηκες.
Αχ χέρι μου δεξιό, που εσύ πολλές φορές το κράτησες,
και αυτό και τούτα τα γόνατα.
Ματαίως σας άγγιζε ικετεύοντας ένας αχρείος
και όλες μου οι ελπίδες φάνηκαν μάταιες.
Γιά πες μου — θα σε ρωτήσω σαν να ήσουν φίλος,
500όχι πως περιμένω καλό από σένα,
όμως, όταν θα έχεις ερωτηθεί,
θα φανεί καθαρότερα η αισχρότητά σου.
Πού να πάω τώρα; Να πάω στο σπίτι του πατέρα μου;
Και αυτό και την πατρίδα μου
τα πρόδωσα για χάρη σου και ήρθα εδώ.
Ή μήπως στις δύσμοιρες κόρες του Πελία;
505Θα με καλοδεχθούν εξάπαντος στο σπίτι τους,
αφού έχω σκοτώσει τον πατέρα τους.
Έτσι είναι. Με μισούν οι δικοί μου άνθρωποι
και έχω κάνει εχθρούς για χάρη σου
εκείνους που δεν έπρεπε να βλάψω.
Γι᾽ αυτό και εσύ, ανταμείβοντάς με,
έκαμες να με μακαρίζουν πολλές Ελληνίδες.
510Εγώ η δύστυχη έχω εσένα σύζυγο θαυμάσιο και πιστό,
γι᾽ αυτό θα πάρω ξεριζωμένη τον δρόμο της εξορίας,
δίχως φίλους, μόνη, με τα παιδιά μου ολομόναχα.
Ωραίο το όνειδος για τον νεόκοπο νυμφίο,
να περιφέρονται πενόμενα τα τέκνα του
515και μαζί τους εγώ που σ᾽ έσωσα.
Ω Ζευ, γιατί για το χρυσάφι που είναι κίβδηλο
να έχεις δώσει στους ανθρώπους σημάδια καθαρά,
και να μην υπάρχει ένα χάραγμα πάνω στο σώμα των ανδρών
για να ξεχωρίζουν οι κίβδηλοι;
520ΧΟ. Είναι τρομερή η οργή, είναι αγιάτρευτη,
όταν ερίζουν άνθρωποι που κάποτε αγαπήθηκαν.