ΖΕΥΣ [1] Φωτιά να τους κάψει τους φιλοσόφους εκείνους που λεν πως μόνο οι θεοί έχουν γνωρίσει την ευδαιμονία. Αν ήξεραν τί υποφέρουμε εξαιτίας των ανθρώπων, δεν θα μας εμακάριζαν γιατί τρεφόμαστε με νέκταρ κι αμβροσία, ούτε και θα πίστευαν τον Όμηρο, έναν τυφλό γέρο αγύρτη εκεί πέρα, που ενώ δε μπορούσε να ιδεί τί γινόταν στη γη, καθόταν κι εξιστορούσε τί γινόταν τάχα στον ουρανό. Λόγου χάριν, αυτός ο Ήλιος, πρωί-πρωί πρέπει να ζεύξει το άρμα του και να τρέχει όλη τη μέρα στον ουρανό, ντυμένος φωτιά και ακτινοβολία, χωρίς ν᾽ αδειάζει στιγμή, ούτε τ᾽ αυτί του να ξύσει, που λέει ο λόγος. Γιατί λιγάκι να ξεχαστεί και να κάμει την παραμικρή απροσεξία, αμέσως θ᾽ αφηνιάσουν τ᾽ άλογα και θα βγουν από τον δρόμο τους — και τότε πήρε μονομιάς φωτιά όλη η οικουμένη. Η Σελήνη πάλι, άγρυπνη κι αυτή, τρέχει να φωτίζει για τους γλεντζέδες και τους ξενύχτηδες, που γυρίζουν αργά στα σπίτια τους. Ύστερα ο Απόλλων, που έχει διαλέξει τόσο πολυάσχολη τέχνη απορώ πώς δεν έχει ακόμα κουφαθεί, ν᾽ ακούει όλους όσοι ζητούν τη μαντική του. Κι ενώ τη μια στιγμή πρέπει να βρίσκεται στους Δελφούς, την άλλη στιγμή τρέχει στην Κολοφώνα κι αποκεί περνά στον Ξάνθο και τρεχάλα πάλι στην Κλάρο κι ύστερα στη Δήλο ή στους Βραγχίδες. Κι όπου τον φωνάξει η Πυθία, μόλις μασήσει τη δάφνη και πιει το ιερό νάμα και κουνηθεί πάνω στον τρίποδα, πρέπει παρευθύς να είναι παρών, για να συναρμολογεί τους χρησμούς, αλλιώς θα ᾽χανε όλη τη φήμη της τέχνης του. Αφήνω πια και τα όσα του σκαρώνουν για να δοκιμάζουν τη μαντική του και του ψήνουν μαζί αρνίσιο κρέας και χελώνες. Κι αν δεν είχε ο καλός μας Απόλλων πολύ δυνατή μύτη, σίγουρα θα ᾽φευγε ο Λυδός περιγελώντας τον Θεό. Ο Ασκληπιός πάλι έχει να κάμει με τόσους αρρώστους που τον ενοχλούν, και βλέπει διαρκώς τόσα αηδιαστικά πράγματα, κι από τις ξένες συμφορές δοκιμάζει ο ίδιος τόσες λύπες. Και τί να πω για τους Ανέμους, που έχουν να φροντίσουν για να φυτρώσουν τα φυτά, να κινήσουν τα πλοία, να φυσήξουν σ᾽ αυτούς που λιχνίζουν, ή για τον Ύπνο, που πρέπει να πετά σ᾽ όλους τους ανθρώπους, ή για τον Όνειρο, που ξενυχτά κι αυτός μαζί με τον Ύπνο και του κάνει τον προφήτη; Όλ᾽ αυτά τα κάνουν οι θεοί από φιλανθρωπία, κι όσο μπορούνε προσπαθούν να βελτιώσουν τη ζωή των ανθρώπων. [2] Αλλ᾽ όλ᾽ αυτά δεν είναι τίποτε μπροστά στα δικά μου. Εγώ ο «βασιλεύς και πατήρ του παντός», — αν ήξερε ο κόσμος πόσες ενοχλήσεις υποφέρω και πόσο βασανίζομαι με τις τόσες μου φροντίδες! Και πρώτα πρώτα, πρέπει να επιβλέπω όλους τους άλλους θεούς, που είναι συνεργάτες μου στην εξουσία, να μην κάνουν ανοησίες. Ύστερα, έχω τα καθαυτό δικά μου καθήκοντα, που είναι τόσο λεπτά και πολύπλοκα, ώστε δε μπορεί κανείς να τα βγάλει πέρα. Εκτός από τη γενική κυβέρνηση, να κανονίζω βροχές, χαλάζια, ανέμους, αστραπές, και την ίδια ώρα, χωρίς ν᾽ αναπαυθώ στιγμή, να έχω τον νου μου παντού και να τα βλέπω όλα, σαν τον βασιλιά της Νεμέας: ποιός κλέβει, ποιός επιορκεί, ποιός κάνει θυσίες και ποιός σπονδές, να προσέχω από πού ανεβαίνει η κνίσα κι από πού ο καπνός, ποιός άρρωστος ή ποιός ταξιδιώτης μ᾽ εκάλεσε και —το δυσκολότερο απ᾽ όλα— να είμαι την ίδια στιγμή και στην Ολυμπία σε μια εκατόμβη, και στη Βαβυλώνα να παρακολουθώ αυτούς που πολεμούν, και στους Γέτες να ρίχνω χαλάζι, και στους Αιθίοπες να μετέχω σε συμπόσιο.
|