Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Περὶ πένθους (1-5)


[1] Ἄξιόν γε παρατηρεῖν τὰ ὑπὸ τῶν πολλῶν ἐν τοῖς πένθεσι γιγνόμενα καὶ λεγόμενα καὶ τὰ ὑπὸ τῶν παραμυθουμένων δῆθεν αὐτοὺς αὖθις λεγόμενα, καὶ ὡς ἀφόρητα ἡγοῦνται τὰ συμβαίνοντα σφίσι τε αὐτοῖς οἱ ὀδυρόμενοι καὶ ἐκείνοις οὓς ὀδύρονται, οὐ μὰ τὸν Πλούτωνα καὶ Φερσεφόνην κατ᾽ οὐδὲν ἐπιστάμενοι σαφῶς οὔτε εἰ πονηρὰ ταῦτα καὶ λύπης ἄξια οὔτε εἰ τοὐναντίον ἡδέα καὶ βελτίω τοῖς παθοῦσι, νόμῳ δὲ καὶ συνηθείᾳ τὴν λύπην ἐπιτρέποντες. ἐπειδὰν τοίνυν ἀποθάνῃ τις, οὕτω ποιοῦσιν — μᾶλλον δὲ πρότερον εἰπεῖν βούλομαι ἅστινας περὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου δόξας ἔχουσιν· οὕτω γὰρ ἔσται φανερὸν οὗτινος ἕνεκα τὰ περιττὰ ἐκεῖνα ἐπιτηδεύουσιν.
[2] Ὁ μὲν δὴ πολὺς ὅμιλος, οὓς ἰδιώτας οἱ σοφοὶ καλοῦσιν, Ὁμήρῳ τε καὶ Ἡσιόδῳ καὶ τοῖς ἄλλοις μυθοποιοῖς περὶ τούτων πειθόμενοι καὶ νόμον θέμενοι τὴν ποίησιν αὐτῶν, τόπον τινα ὑπὸ τῇ γῇ βαθὺν Ἅιδην ὑπειλήφασιν, μέγαν δὲ καὶ πολύχωρον τοῦτον εἶναι καὶ ζοφερὸν καὶ ἀνήλιον, οὐκ οἶδ᾽ ὅπως αὐτοῖς φωτίζεσθαι δοκοῦντα πρὸς τὸ καὶ καθορᾶν τῶν ἐνόντων ἕκαστον· βασιλεύειν δὲ τοῦ χάσματος ἀδελφὸν τοῦ Διὸς Πλούτωνα κεκλημένον, ὥς μοι τῶν τὰ τοιαῦτα δεινῶν τις ἔλεγε, διὰ τὸ πλουτεῖν τοῖς νεκροῖς τῇ προσηγορίᾳ τετιμημένον. τοῦτον δὲ τὸν Πλούτωνα τὴν παρ᾽ αὑτῷ πολιτείαν καὶ τὸν κάτω βίον καταστήσασθαι τοιοῦτον· κεκληρῶσθαι μὲν γὰρ αὐτὸν ἄρχειν τῶν ἀποθανόντων, καταδεξάμενον δὲ αὐτοὺς καὶ παραλαβόντα κατέχειν δεσμοῖς ἀφύκτοις, οὐδενὶ τὸ παράπαν τῆς ἄνω ὁδοῦ ὑφιέμενον πλὴν ἐξ ἅπαντος τοῦ αἰῶνος πάνυ ὀλίγων ἐπὶ μεγίσταις αἰτίαις. [3] περιρρεῖσθαι δὲ τὴν χώραν αὐτοῦ ποταμοῖς μεγάλοις τε καὶ φοβεροῖς καὶ ἐκ μόνων τῶν ὀνομάτων· Κωκυτοὶ γὰρ καὶ Πυριφλεγέθοντες καὶ τὰ τοιαῦτα κέκληνται. τὸ δὲ μέγιστον, ἡ Ἀχερουσία λίμνη πρόκειται πρώτη δεχομένη τοὺς ἀπαντῶντας, ἣν οὐκ ἔνι διαπλεῦσαι ἢ παρελθεῖν ἄνευ τοῦ πορθμέως· βαθεῖά τε γὰρ περᾶσαι τοῖς ποσὶν καὶ διανήξασθαι πολλή, καὶ ὅλως οὐκ ἂν αὐτὴν διαπταίη οὐδὲ τὰ νεκρὰ τῶν ὀρνέων. [4] πρὸς δὲ αὐτῇ τῇ καθόδῳ καὶ πύλῃ οὔσῃ ἀδαμαντίνῃ ἀδελφιδοῦς τοῦ βασιλέως Αἰακὸς ἕστηκε τὴν φρουρὰν ἐπιτετραμμένος καὶ παρ᾽ αὐτῷ κύων τρικέφαλος μάλα κάρχαρος, τοὺς μὲν ἀφικνουμένους φίλιόν τι καὶ εἰρηνικὸν προσβλέπων, τοὺς δὲ πειρῶντας ἀποδιδράσκειν ὑλακτῶν καὶ τῷ χάσματι δεδιττόμενος. [5] περαιωθέντας δὲ τὴν λίμνην εἰς τὸ εἴσω λειμὼν ὑποδέχεται μέγας τῷ ἀσφοδέλῳ κατάφυτος καὶ ποτὸν μνήμης πολέμιον· Λήθης γοῦν διὰ τοῦτο ὠνόμασται. ταῦτα γὰρ ἀμέλει διηγήσαντο τοῖς πάλαι ἐκεῖθεν ἀφιγμένοι Ἄλκηστίς τε καὶ Πρωτεσίλαος οἱ Θετταλοὶ καὶ Θησεὺς ὁ τοῦ Αἰγέως καὶ ὁ τοῦ Ὁμήρου Ὀδυσσεύς, μάλα σεμνοὶ καὶ ἀξιόπιστοι μάρτυρες, ἐμοὶ δοκεῖν οὐ πιόντες τῆς πηγῆς· οὐ γὰρ ἂν ἐμέμνηντο αὐτῶν.


[1] Πραγματικά αξίζει τον κόπο να παρατηρεί κανείς όσα κάνουνε και λένε οι περισσότεροι άνθρωποι σε καταστάσεις πένθους, καθώς και όσα επαναλαμβάνουν κάθε τόσο όσοι προσπαθούνε τάχα να πούνε λόγια παρηγοριάς: ότι θεωρούν αβάσταχτα όσα συμβαίνουν και στους ίδιους τους πενθούντες και σ᾽ εκείνους για τους οποίους πενθούν, ενώ, μά τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, δεν έχουν καμιά απολύτως σαφή γνώση ούτε αν αυτά είναι δυσάρεστα και αξιοθρήνητα ούτε, αντίθετα, αν είναι ευχάριστα και προτιμότερα για τους εκλιπόντες· παραδίδονται όμως στη λύπη σύμφωνα με το έθιμο και τη συνήθεια. Όταν λοιπόν κάποιος πεθάνει, κάνουν τα εξής — αλλά θα προτιμούσα να πω προηγουμένως ποιές αντιλήψεις έχουν για τον ίδιο τον θάνατο· έτσι θα γίνει φανερό για ποιό λόγο ακολουθούν όλες εκείνες τις περιττές συνήθειες.
[2] Ο πολύς κόσμος λοιπόν, εκείνοι δηλαδή που οι σοφοί τούς ονομάζουν απαίδευτους, βασισμένοι για τα ζητήματα αυτά και στον Όμηρο και στον Ησίοδο και στους άλλους μυθοποιούς, και δίνοντας κύρος νόμου στην ποίησή τους, έχουν την πεποίθηση ότι υπάρχει κάτω από τη γη ένας βαθύς τόπος, ο Άδης, που είναι μεγάλος και ευρύχωρος και κατασκότεινος και ανήλιος, και δεν ξέρω πώς νομίζουν ότι φωτίζεται, ώστε να μπορεί ο καθένας να βλέπει τους άλλους παρευρισκόμενους. Σ᾽ αυτό το χάσμα βασιλεύει ένας αδελφός του Δία, που ονομάζεται Πλούτωνας, και που τιμήθηκε με αυτή την προσφώνηση, όπως μου έλεγε κάποιος από τους ειδικούς σε τέτοιου είδους θέματα, εξαιτίας του πλούτου του σε νεκρούς. Αυτός λοιπόν ο Πλούτωνας, λένε, καθόρισε τη διακυβέρνηση και τη ζωή στον κάτω κόσμο με τον ακόλουθο τρόπο: Ο ίδιος έχει κληρωθεί να είναι άρχοντας των πεθαμένων, και όταν τους υποδεχτεί και τους παραλάβει, τους κρατά με δεσμά από τα οποία δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει, και δεν επιτρέπει σε κανέναν απολύτως να πάρει τον δρόμο για τον επάνω κόσμο, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις μέσα σε όλους τους αιώνες, και για εξαιρετικά σημαντικούς λόγους. [3] Γύρω από τη χώρα του κυλούν ποτάμια μεγάλα και τρομακτικά, και μόνο από τα ονόματά τους: ονομάζονται Κωκυτοί και Πυριφλεγέθοντες και τα παρόμοια. Και το σημαντικότερο, η Αχερουσία λίμνη βρίσκεται στην αρχή και υποδέχεται πρώτη τους νεοφερμένους, και δεν μπορεί κανείς να τη διασχίσει ή να την παρακάμψει χωρίς τη βοήθεια του περαματάρη· γιατί είναι και πολύ βαθιά για να την περάσει κανείς περπατώντας, και πολύ μεγάλη για να τη διασχίσει κανείς κολυμπώντας, και γενικά δεν είναι δυνατό να την περάσουν πετώντας ούτε καν τα πεθαμένα πουλιά. [4] Κοντά στην κατωφέρεια και στην πύλη, που είναι από ατσάλι, έχει εγκατασταθεί ο ανεψιός του βασιλιά, ο Αιακός, στον οποίο έχει ανατεθεί η φρουρά, και δίπλα του ένα σκυλί τρικέφαλο με πολύ κοφτερά δόντια, που κοιτάζει φιλικά και ειρηνικά όσους καταφθάνουν, εκείνους όμως που προσπαθούν να δραπετεύσουν τους γαβγίζει και τους τρομάζει με ορθάνοιχτο το στόμα του. [5] Όταν λοιπόν περάσουν τη λίμνη, τους καλωσορίζει παραμέσα ένα μεγάλο λιβάδι, γεμάτο ασφοδέλους, και ένα ποτό που καταπολεμά τη μνήμη· γι᾽ αυτό άλλωστε ονομάζεται «της Λησμονιάς». Όλα αυτά ασφαλώς τα διηγήθηκαν στους παλαιούς, όταν επέστρεψαν από κει, η Άλκηστη και ο Πρωτεσίλαος, οι Θεσσαλοί, και ο Θησέας, ο γιος του Αιγέα, και ο ομηρικός Οδυσσέας, πολύ σοβαροί και αξιόπιστοι μάρτυρες, που, κατά τη γνώμη μου, δεν θα ήπιαν από την πηγή· γιατί αλλιώς δεν θα τα θυμούνταν.