Πρόλογος [1] Δε μου φαίνεται, δικαστές, ότι είναι δύσκολο ν᾽ αρχίσω την κατηγορία μου, αλλά να πάψω να μιλώ. Τα έργα των ανθρώπων αυτών είναι τόσο φοβερά και τόσα πολλά, ώστε, και ψέματα να έλεγε κανείς, δε θα μπορούσε να βρει κατηγορίες χειρότερες από την πραγματικότητα, και την αλήθεια να ήθελε να πει, δε θα κατόρθωνε να την πει όλη· αναγκαστικά, ή ο κατήγορος από εξάντληση θα σταματούσε ή ο καθορισμένος χρόνος δε θα επαρκούσε. [2] Και έχω την εντύπωση ότι σ᾽ αυτή τη δίκη θα μας συμβεί το αντίθετο απ᾽ ό,τι γινόταν στο παρελθόν. Ώς τώρα δηλαδή έπρεπε οι κατήγοροι να εκθέτουν τους λόγους της προσωπικής τους έχθρας για τους κατηγορούμενους· τώρα χρειάζεται από τους κατηγορούμενους να μάθουμε τί είδους έχθρα έτρεφαν απέναντι στην πόλη και τόλμησαν να διαπράξουν τέτοια εγκλήματα εναντίον της. Και μιλώ έτσι όχι επειδή δεν έχω λόγους προσωπικής έχθρας και οικογενειακές συμφορές, αλλά, απλούστατα, επειδή όλοι μας έχουμε ένα σωρό λόγους να είμαστε οργισμένοι τόσο για ιδιωτικά όσο και για δημόσια θέματα. [3] Έτσι λοιπόν και εγώ, δικαστές, αναγκάζομαι τώρα με όσα έχουν συμβεί να γίνω κατήγορός του, μολονότι ποτέ ώς αυτή τη στιγμή δεν ασχολήθηκα με δικαστήρια ούτε για δικές μου ούτε για ξένες υποθέσεις. Γι᾽ αυτό πολλές φορές αισθάνθηκα να χάνω ολότελα το θάρρος μου από φόβο μήπως, στην προσπάθειά μου να εκπροσωπήσω σ᾽ αυτή τη δίκη και τον αδελφό μου και μένα τον ίδιο, φανώ από έλλειψη πείρας ένας ανάξιος και αδύνατος κατήγορος. Όπως και να είναι όμως, θα προσπαθήσω να σας κατατοπίσω για την υπόθεση από την αρχή όσο μπορώ συντομότερα.
|