ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ IIΗΡΑΚΛΗΣ, ΙΟΛΗ ΚΑΙ ΔΙΗΑΝΕΙΡΑ Κι αν η ομορφόθρονη Μούσα Ουρανία [στρ.]
απ᾽ την Πιερία χρυσό
ένα πλεούμενο μου ᾽στειλε τώρα
έξοχους ύμνους γεμάτο,
όμως για σένανε, Πύθιε Απόλλωνα,
ύμνο δεν πρέπει να πω, δεν είν᾽ ώρα· γιατί
ή τη χαρά θα σου δίνει, θεέ, το κυνήγι αγριμιών
πέρα στα μέρη που ο Έβρος
ρέει ο πολύανθος ή ίσως του κύκνου,
του μακρολαίμη του κύκνου, η λαλιά, η όλη γλύκα, σ᾽ ευφραίνει.
10Ώσπου λοιπόν να ξανάρθεις, Απόλλωνα, εδώ
αναζητώντας λουλούδια παιάνων
— πόσους παιάνες για σε τραγουδούνε [αντ.]
οι χορωδίες των Δελφών
στον κοσμοξάκουστο δίπλα ναό σου!—,
ένα τραγούδι θα πούμε
για του Αμφιτρύωνα το γιο τον ατρόμητο:
Την Οιχαλία μες στις φλόγες παράτησε αυτός
και στ᾽ ακρογιάλι κατέβηκε, ταύρους βαρύηχους εννιά
για να προσφέρει απ᾽ το κούρσος
στον πυκνοσύννεφο Δία τον Κηναίο,
δυο στο θεό που δαμάζει τη γη και το πέλαο ταράζει,
20και στην παρθέν᾽ Αθηνά, που ᾽χει αψιές τις ματιές,
άζευτη ακόμα ορθοκέρα δαμάλα.
Τότε μια ακαταμάχητη [επωδ.]
θεότητα ύφανε βουλή,
βαθιά βουλή, δακρύων πηγή,
μες της Δηιάνειρας το νου,
σαν έμαθε το θλιβερό
μαντάτο πως του Δία ο γιος, ο ατρόμητος στη μάχη,
την Ιόλη τη χιονόκορφη
για ταίρι του μες στο λαμπρό θα ᾽στελνε σπίτι. Οϊμένα,
τέτοια βουλή μέσα στο νου
30της άμοιρης, της δύστυχης!
Ζήλεια βαριά την έφαγε, και το σκουτί
που τα μελλούμενα έκρυβε μες στο σκοτάδι, απ᾽ τη στιγμή
που ολέθριο δώρο μαγικό
από το Νέσσο δέχτηκε
πλάι στου Λυκόρμα τα νερά, που είναι ζωσμένος ρόδα.
|