(Ο Τιμών σε μια ερημιά στις υπώρειες του Υμηττού, δυστυχής και τομαροντυμένος, με κόπο ανεβοκατεβάζει το δικέλλι του. Μια στιγμή σταματά και κοιτώντας προς τον ουρανό υψώνει προσευχή που είναι μαζί και διαμαρτυρία). ΤΙΜΩΝ [1] Δία, θεέ της φιλίας, της φιλοξενίας και της συντροφιάς, εφέστιε, αστραπόχαρε, φύλακα των όρκων, συννεφομαζώχτη, βαρύβροντε και όπως αλλιώς σε ονομάζουν οι έκθαμβοι ποιητές, όταν προπάντων έχουν δυσκολίες με τα μέτρα. Σε στολίζουν τότε με χίλια δυο ονόματα κι εσύ στηρίζεις την αδυναμία του μέτρου και γεφυρώνεις το χάσμα του ρυθμού. Πού είναι λοιπόν η ολόλαμπρη αστραπή σου, πού η βαριά βροντή και ο φλογερός, ο αστραφτερός, ο τρομερός κεραυνός σου; Όλα αυτά αποδείχτηκαν τώρα πια ανοησίες, πέρα για πέρα φαντασίες των ποιητών, ηχηρές μονάχα λέξεις. Και αυτό το φημισμένο και μακροβόλο όπλο, που όλη την ώρα το έχεις στο χέρι, δεν μπορώ να καταλάβω πώς έσβησε ολότελα και είναι τόσο ψυχρό, χωρίς να κρατάει ούτε μια σπίθα οργής γι᾽ αυτούς που διαπράττουν αδικίες. [2] Έτσι λοιπόν όποιος πάει να γίνει επίορκος, περισσότερο θα φοβόταν ένα τρεμόσβηστο φιτίλι παρά του πανδαμάτορα κεραυνού σου τη φλόγα. Μοιάζει να τους απειλείς μ᾽ ένα δαυλί που δε φοβούνται ούτε τη φωτιά του ούτε τον καπνό του και λογαριάζουν τούτο μόνο από το χτύπημα, ότι θα βουτηχτούν μες στη μουντζούρα. Γι᾽ αυτό λοιπόν και ο Σαλμωνεύς είχε την τόλμη να σε συναγωνιστεί στη βροντή. Και δεν ήταν ολότελα αποτυχημένος, μπρος σ᾽ έναν τόσο παγερό Δία ο φλογερός εκείνος κομπαστής. Γιατί όχι; Εφόσον κοιμάσαι σαν να έχεις πιει το μανδραγόρα και ούτε τους επιορκούντες ακούς, ούτε τους αδικούντες επιβλέπεις. Τσιμπλιάζεις, κλείνεις τα μάτια σε όσα γίνονται τριγύρω σου και δεν ακούς, όπως οι γέροι. [3] Όταν ήσουν ακόμη νέος και οξύθυμος και ορμητικός, πολλά έκανες στους άδικους και τους σκληρούς και ποτέ δεν είχες τότε συμμαχία μαζί τους. Ο κεραυνός σου ήταν πάντοτε σε δράση, η αιγίδα σου απειλητική, η βροντή σου έκανε πάταγο και η αστραπή σου εξακοντιζόταν αδιάκοπα, όπως σε συμπλοκή. Οι σεισμοί σου σαν κόσκινο έσειαν τη γη, το χιόνι έπεφτε σωρός και πέτρα το χαλάζι. Και για να σου τα ξαναψάλω, ραγδαίες οι βροχές, άγριες, κάθε σταγόνα σου ποτάμι. Γι᾽ αυτό μέσα σε μια στιγμή έγινε τέτοιος κατακλυσμός τον καιρό του Δευκαλίωνα, που βούλιαξαν τα πάντα και μόλις ένα κιβώτιο εξόκειλε στη Λιάκουρα και σώθηκε κλείνοντας μέσα του μια σπίθα ζωντανή από το ανθρώπινο πνεύμα, για να γεννηθεί έπειτα κακία μεγαλύτερη.
|