Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Τίμων ἢ Μισάνθρωπος (1-3)


ΤΙΜΩΝ
[1] Ὦ Ζεῦ φίλιε καὶ ξένιε καὶ ἑταιρεῖε καὶ ἐφέστιε καὶ ἀστεροπητὰ καὶ ὅρκιε καὶ νεφεληγερέτα καὶ ἐρίγδουπε καὶ εἴ τί σε ἄλλο οἱ ἐμβρόντητοι ποιηταὶ καλοῦσι —καὶ μάλιστα ὅταν ἀπορῶσι πρὸς τὰ μέτρα· τότε γὰρ αὐτοῖς πολυώνυμος γενόμενος ὑπερείδεις τὸ πῖπτον τοῦ μέτρου καὶ ἀναπληροῖς τὸ κεχηνὸς τοῦ ῥυθμοῦ— ποῦ σοι νῦν ἡ ἐρισμάραγος ἀστραπὴ καὶ ἡ βαρύβρομος βροντὴ καὶ ὁ αἰθαλόεις καὶ ἀργήεις καὶ σμερδαλέος κεραυνός; ἅπαντα γὰρ ταῦτα λῆρος ἤδη ἀναπέφηνε καὶ καπνὸς ἀτεχνῶς ποιητικὸς ἔξω τοῦ πατάγου τῶν ὀνομάτων. τὸ δὲ ἀοίδιμόν σοι καὶ ἑκηβόλον ὅπλον καὶ πρόχειρον οὐκ οἶδ᾽ ὅπως τελέως ἀπέσβη καὶ ψυχρόν ἐστι, μηδὲ ὀλίγον σπινθῆρα ὀργῆς κατὰ τῶν ἀδικούντων διαφυλάττον. [2] θᾶττον γοῦν τῶν ἐπιορκεῖν τις ἐπιχειρούντων ἕωλον θρυαλλίδα φοβηθείη ἂν ἢ τὴν τοῦ πανδαμάτορος κεραυνοῦ φλόγα· οὕτω δαλόν τινα ἐπανατείνεσθαι δοκεῖς αὐτοῖς, ὡς πῦρ μὲν ἢ καπνὸν ἀπ᾽ αὐτοῦ μὴ δεδιέναι, μόνον δὲ τοῦτο οἴεσθαι ἀπολαύειν τοῦ τραύματος, ὅτι ἀναπλησθήσονται τῆς ἀσβόλου.
Ὥστε ἤδη διὰ ταῦτά σοι καὶ ὁ Σαλμωνεὺς ἀντιβροντᾶν ἐτόλμα, οὐ πάντῃ ἀπίθανος ὤν, πρὸς οὕτω ψυχρὸν τὴν ὀργὴν Δία θερμουργὸς ἀνὴρ μεγαλαυχούμενος. πῶς γὰρ ‹οὐ›, ὅπου γε καθάπερ ὑπὸ μανδραγόρᾳ καθεύδεις, ὃς οὔτε τῶν ἐπιορκούντων ἀκούεις οὔτε τοὺς ἀδικοῦντας ἐπισκοπεῖς, λημᾷς δὲ καὶ ἀμβλυώττεις πρὸς τὰ γινόμενα καὶ τὰ ὦτα ἐκκεκώφησαι καθάπερ οἱ παρηβηκότες; [3] ἐπεὶ νέος γε ἔτι καὶ ὀξύθυμος ὢν καὶ ἀκμαῖος τὴν ὀργὴν πολλὰ κατὰ τῶν ἀδίκων καὶ βιαίων ἐποίεις καὶ οὐδέποτε ἦγες τότε πρὸς αὐτοὺς ἐκεχειρίαν, ἀλλ᾽ ἀεὶ ἐνεργὸς πάντως ὁ κεραυνὸς ἦν καὶ ἡ αἰγὶς ἐπεσείετο καὶ ἡ βροντὴ ἐπαταγεῖτο καὶ ἡ ἀστραπὴ συνεχὲς ὥσπερ εἰς ἀκροβολισμὸν προηκοντίζετο· οἱ σεισμοὶ δὲ κοσκινηδὸν καὶ ἡ χιὼν σωρηδὸν καὶ ἡ χάλαζα πετρηδόν, ἵνα σοι φορτικῶς διαλέγωμαι, ὑετοί τε ῥαγδαῖοι καὶ βίαιοι, ποταμὸς ἑκάστη σταγών· ὥστε τηλικαύτη ἐν ἀκαρεῖ χρόνου ναυαγία ἐπὶ τοῦ Δευκαλίωνος ἐγένετο, ὡς ὑποβρυχίων ἁπάντων καταδεδυκότων μόγις ἕν τι κιβώτιον περισωθῆναι προσοκεῖλαν τῷ Λυκωρεῖ ζώπυρόν τι τοῦ ἀνθρωπίνου σπέρματος διαφυλάττον εἰς ἐπιγονὴν κακίας μείζονος.


(Ο Τιμών σε μια ερημιά στις υπώρειες του Υμηττού, δυστυχής και τομαροντυμένος, με κόπο ανεβοκατεβάζει το δικέλλι του. Μια στιγμή σταματά και κοιτώντας προς τον ουρανό υψώνει προσευχή που είναι μαζί και διαμαρτυρία).
ΤΙΜΩΝ
[1] Δία, θεέ της φιλίας, της φιλοξενίας και της συντροφιάς, εφέστιε, αστραπόχαρε, φύλακα των όρκων, συννεφομαζώχτη, βαρύβροντε και όπως αλλιώς σε ονομάζουν οι έκθαμβοι ποιητές, όταν προπάντων έχουν δυσκολίες με τα μέτρα. Σε στολίζουν τότε με χίλια δυο ονόματα κι εσύ στηρίζεις την αδυναμία του μέτρου και γεφυρώνεις το χάσμα του ρυθμού. Πού είναι λοιπόν η ολόλαμπρη αστραπή σου, πού η βαριά βροντή και ο φλογερός, ο αστραφτερός, ο τρομερός κεραυνός σου; Όλα αυτά αποδείχτηκαν τώρα πια ανοησίες, πέρα για πέρα φαντασίες των ποιητών, ηχηρές μονάχα λέξεις. Και αυτό το φημισμένο και μακροβόλο όπλο, που όλη την ώρα το έχεις στο χέρι, δεν μπορώ να καταλάβω πώς έσβησε ολότελα και είναι τόσο ψυχρό, χωρίς να κρατάει ούτε μια σπίθα οργής γι᾽ αυτούς που διαπράττουν αδικίες. [2] Έτσι λοιπόν όποιος πάει να γίνει επίορκος, περισσότερο θα φοβόταν ένα τρεμόσβηστο φιτίλι παρά του πανδαμάτορα κεραυνού σου τη φλόγα. Μοιάζει να τους απειλείς μ᾽ ένα δαυλί που δε φοβούνται ούτε τη φωτιά του ούτε τον καπνό του και λογαριάζουν τούτο μόνο από το χτύπημα, ότι θα βουτηχτούν μες στη μουντζούρα.
Γι᾽ αυτό λοιπόν και ο Σαλμωνεύς είχε την τόλμη να σε συναγωνιστεί στη βροντή. Και δεν ήταν ολότελα αποτυχημένος, μπρος σ᾽ έναν τόσο παγερό Δία ο φλογερός εκείνος κομπαστής. Γιατί όχι; Εφόσον κοιμάσαι σαν να έχεις πιει το μανδραγόρα και ούτε τους επιορκούντες ακούς, ούτε τους αδικούντες επιβλέπεις. Τσιμπλιάζεις, κλείνεις τα μάτια σε όσα γίνονται τριγύρω σου και δεν ακούς, όπως οι γέροι. [3] Όταν ήσουν ακόμη νέος και οξύθυμος και ορμητικός, πολλά έκανες στους άδικους και τους σκληρούς και ποτέ δεν είχες τότε συμμαχία μαζί τους. Ο κεραυνός σου ήταν πάντοτε σε δράση, η αιγίδα σου απειλητική, η βροντή σου έκανε πάταγο και η αστραπή σου εξακοντιζόταν αδιάκοπα, όπως σε συμπλοκή. Οι σεισμοί σου σαν κόσκινο έσειαν τη γη, το χιόνι έπεφτε σωρός και πέτρα το χαλάζι. Και για να σου τα ξαναψάλω, ραγδαίες οι βροχές, άγριες, κάθε σταγόνα σου ποτάμι. Γι᾽ αυτό μέσα σε μια στιγμή έγινε τέτοιος κατακλυσμός τον καιρό του Δευκαλίωνα, που βούλιαξαν τα πάντα και μόλις ένα κιβώτιο εξόκειλε στη Λιάκουρα και σώθηκε κλείνοντας μέσα του μια σπίθα ζωντανή από το ανθρώπινο πνεύμα, για να γεννηθεί έπειτα κακία μεγαλύτερη.