Ένα όνειρο έστειλε γλυκό η Κύπρη στην Ευρώπη.
Νύχτα, στο τρίτο μέρος της, πριν φέξει, τότε που ένας
ύπνος, κορμιών χαλαρωτής, στα βλέφαρα χυμένος,
από το μέλι πιο γλυκός, δένει απαλά τα μάτια,
5και τριγυρνάει αληθινών κοπάδι τότε ονείρων,
η Ευρώπη, κόρη ανύπαντρη του Φοίνικα ώς τα τότε,
ενώ κοιμόταν σε ψηλό δωμάτιο του σπιτιού της,
είδε όνειρο: Πως δυο στεριές, με ανάριμμα γυναίκειο,
η Ασία κι η άλλ᾽ η αντίπερα, μαλώνανε για κείνη.
10Η μια είχε ξενική μορφή κι έμοιαζε ντόπια η άλλη.
Τούτη, σα μάνα, πιο σφιχτά την είχε αγκαλιασμένη.
«Εγώ τη γέννησα, έλεγε, την έχω εγώ αναθρέψει.»
Με χέρια η άλλη δυνατά την τράβαε με τη βία,
κι η κόρη το ᾽θελε. «Βουλή του αιγιδοκράτη Δία»
15έλεγε η ξένη «να γενεί δικιά μου πια η Ευρώπη.»
Με τρόμο απ᾽ το καλόστρωτο κρεβάτι η νέα πετιέται
με χτυποκάρδι· τί όνειρο ζωηρό, σα να ᾽ταν ξύπνια!
Κάθισε, κι ήταν σιωπηλή πολλή ώρα, κι είχε ακόμα
μπρος στ᾽ ανοιχτά πια μάτια της τις δυο γυναίκες που είδε.
20Μα τέλος βγάζει μια φωνή γεμάτη φόβο η κόρη.
«Ποιός επουράνιος να ᾽στειλε τέτοιο όνειρο σ᾽ εμένα;
Σαν τί όνειρα είν᾽ αυτά, που, ενώ γλυκά στην κάμαρά μου
κοιμόμουν, με ξετίναξαν με τρόμο από το στρώμα;
Και ποιά είν᾽ η ξένη που είδα εγώ στον ύπνο μου; Η καρδιά μου
25πόσο την πόθησε, κι αυτή με πόση αγάπη, αλήθεια,
μ᾽ αγκάλιασε, με κοίταξε, σα να ᾽μουνα παιδί της!
Δώστε, θεοί μου, σε καλό να μού βγει τ᾽ όνειρό μου.»
|