ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΗΙΑΝΕΙΡΑ
Είν᾽ ένας λόγος που γυρνά στον κόσμο
απ᾽ τα παλιά τα χρόνια: πως δεν είναι
να ξέρεις για κανένα, πριν πεθάνει,
αν τού ηταν ή καλή ή κακή η ζωή του.
Μα τη δική μου εγώ, και πριν ακόμα
στον Άδη κατεβώ, καλά την ξέρω,
πως μού ειναι μόνο δυστυχία και βάρος.
Γιατί σα ζούσα ακόμα στα παλάτια
του πατέρα μου Οινέα στην Πλευρώνα,
δοκίμασα εξαιτίας της παντρειάς μου
τέτοια φριχτή αγωνία, καθώς άλλη
καμιά γυναίκα από την Αιτωλία.
Γιατ᾽ έναν ποταμό μνηστήρα μου είχα,
τον Αχελώο, που σε τρεις μορφές
10ήρθε και με ζητούσε απ᾽ το γονιό μου·
τη μια ταύρος πραγματικός, την άλλη
σα στριφτοπαρδαλό γιγάντιο φίδι,
και ξανά πάλι με το σώμα ανθρώπου
και βοδιού κεφαλή κι απ᾽ τη δασιά του
γενειάδα όλο νερά κυλούσαν βρύσες.
Τέτοιος μνηστήρας να με περιμένει,
παρακαλούσα η άθλια να πεθάνω
πριν το κρεβάτι αυτό να πλησιάσω·
ώσπου στερνά και με πολλή χαρά μου
ήρθ᾽ ο τρανός του Δία και της Αλκμήνης
20ο γιος, και μπαίνοντας σε αγώνα μάχης
με κείνον, με λευτέρωσε· με ποιό όμως
τρόπο γένηκε ο μόχτος, δε θα μπόρεια
να δηγηθώ, γιατ᾽ ούδε και το ξέρω·
μόν᾽ όποιος θα καθότουν μπρος, να βλέπει
ατρόμαχτος τη μάχη, θα μπορούσε·
μα εγώ ᾽μουν απ᾽ το φόβο αλαλιασμένη
μήπως κακό μου φέρει η ομορφιά μου.
Μα έδωκε ο Δίας ο αγώνιος και πήραν
καλό τέλος τα πράματα — αν μπορούμε
να το πούμε καλό· γιατί από τότε
που διαλεγμένη δόθηκα γυναίκα
στον Ηρακλή, πάντα από κάποιο φόβο
σ᾽ έν᾽ άλλο φόβο πέφτω, ανησυχώντας
όλο για κείνον, γιατί νύχτα μπάζει
30και νύχτα διώχνει απανωτές τις έγνοιες.
Βέβαια, παιδιά αποχτήσαμε, μα εκείνος
αριά και κάπου τα ᾽δε, σα γεωργός
που έχοντας ένα μακρινό χωράφι
το βλέπει μόνο όταν το σπέρνει κι όταν
θα πάει και μια φορά να το θερίσει.
|