ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Παιδιά μου, νέα γενιά του αρχαίου του Κάδμου,
για ποιά αφορμή μὄχετ᾽ εδώ προσπέσει
κρατώντας ικεσίας κλαδιά στα χέρια,
ενώ όλ᾽ η πολιτεία είναι πνιγμένη
μες στο λιβάνι και μαζί φουντώνει
θρήνος από παντού και μοιρολόι;
που εγώ, παιδιά μου, κρίνοντας πως πρέπει
όχι απ᾽ άλλους ν᾽ ακούσω, ήρθα εδώ ο ίδιος,
ο ονομαστός Οιδίποδας απ᾽ όλους.
Μα εξήγα μου εσύ, γέροντα, γιατ᾽ είσαι
εσύ που σου ταιριάζει να μιλήσεις
10από μέρους κι αυτών: ποιός να᾽ ναι ο λόγος
που έτσι σας φέρνει εδώ; μην κανείς φόβος;
μην λαχταράτε κάτι; γιατ᾽ εγώ
πρόθυμος σ᾽ όλα να σας βοηθήσω·
αλλιώς θα ᾽μουν αναίσθητος αν δεν
ψυχοπονιόμουν τέτοια λιτανεία.
ΙΕΡΕΑΣ
Μα ω βασιλιά της χώρας μας, Οιδίπου,
μας βλέπεις που όλοι εμείς, κάθε ηλικία,
καθόμαστ᾽ εδώ γύρω στους βωμούς σου:
αυτοί, που ακόμη δύναμη δεν έχουν
να πετάξουν μακριά, και τούτοι, γέροι
βαρυμένοι απ᾽ τα χρόνια, λειτουργοί
των θεών, όπως κι εγώ, ιερέας του Δία,
κι αυτοί απ᾽ εδώ, της νεολαίας μας τ᾽ άνθος·
ο άλλος λαός δαφνόκλαδα κρατώντας
20κάθεται στις πλατείες και στης Παλλάδας
μπρος στους διπλούς ναούς και στου Ισμηνίου
του Απόλλωνα τη μαντική τη στάχτη.
Γιατί, όπως και συ βλέπεις, τώρα η πόλη
μες σε μεγάλη παραδέρνει αντάρα
κι ούδε μπορεί πια να ξεκεφαλώσει
μες από το βυθό του ολέθριου σάλου·
μα χάνουνται οι σοδειές της γης απάνω
σ᾽ όλο το κάρπισμά τους, χάνουνται
στις βοσκές τα κοπάδια κι απορρίχτουν
άγονες οι γυναίκες, κι όλος φλόγα
θεός, ο μισητός Λοιμός, χιμώντας
παίρνει σβάρνα την πόλη απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη,
κι ενώ του Κάδμου η χώρα αδειάζει, ο μαύρος
30ο Άδης πλουταίνει από δάκρυα και θρήνο.
Ίσος με τους θεούς βέβαια δε λέμε
κι εγώ και τούτα τα παιδιά πως είσαι,
που σου προσπέφτουμ᾽ έτσι στους βωμούς σου,
μα γιατί απ᾽ όλους τους ανθρώπους
σε κρίνομε και σ᾽ όσα φέρνει η τύχη
και σ᾽ όσα από βουλή θεού μάς βρίσκουν.
Εσύ, όταν ήρθες, λύτρωσες την πόλη
του Κάδμου απ᾽ το δασμό της σκληρής Ψάλτρας
που πλερώναμε, και μάλιστα δίχως
από μας τίποτ᾽ από πριν να ξέρεις
ούτε να διδαχτείς, μα με του Θεού
τη φώτιση, όπως λένε και πιστεύουν,
στύλωσες όρθια πάλι τη ζωή μας.
40Και τώρα, ω εσύ τρανό για όλους κεφάλι
του Οιδίπου, σε ικετεύομε πεσμένοι
στα γόνατά σου εμείς εδώ όσοι βλέπεις,
μια σωτηρία να μας βρεις, αν είτε
ενός θεού φωνή άκουσες, ή κάτι
κι από κανέναν άνθρωπο γνωρίζεις·
γιατ᾽ είναι των πολύπειρων οι γνώμες
που βλέπω σ᾽ όλα πιότερο ν᾽ αξίζουν.
Μα ω που στον κόσμο άλλος καλύτερός σου
δε βρίσκεται, έλα, στήσε ορθή την πόλη·
έλα, στοχάσου· τώρα σε φημίζει
σωτήρα της η χώρ᾽ αυτή απ᾽ το ζήλο
πὄδειξες μια φορά και μη δεχτείς
καθόλου, να θυμόμαστε πως τότε,
στον καιρό σου, σταθήκαμε στα πόδια
50και ξαναπέσαμε ύστερα, μα στήσε
ορθή με κάθε ασφάλεια αυτή την πόλη.
Κι όπως με καλοσημαδιά και τότε
ήρθες τη σωτηρία να μας φέρεις,
ο ίδιος και τώρα δείξου· γιατ᾽ αν πρέπει
να ᾽σαι, όπως κι είσαι, βασιλιάς αυτής
της χώρας, κάλλιο να την αφεντεύεις
μαζί με τους ανθρώπους της, παρ᾽ άδεια·
γιατ᾽ ούτε κάστρο ούτε καράβι αξίζει
για τίποτα, χωρίς κανέναν μέσα.
|