ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΑ
Παντού και πάντα, του Λαέρτη γιε, το μάτι μου
σε παίρνει να βγαίνεις κυνηγός για να προλάβεις
την πλεκτάνη κάθε εχθρού. Όπως και τώρα
από ώρα σε κοιτώ στις ναυτικές σκηνές
του Αίαντα να γυροφέρνεις, πέρα
στην άλλη άκρη της παράταξης, ψάχνοντας ίχνη,
φρέσκα πατήματα μετρώντας, να καταλάβεις
είναι μέσα αυτός ή έξω.
Και νά που σαν λακωνικό λαγωνικό μυρίζοντας,
σε φέρνει ο δρόμος στο σωστό· πριν από λίγο
μπήκε μέσα εκείνος, στάζοντας το κεφάλι ιδρώτα,
10αίμα τα φονικά του χέρια.
Δεν έχεις λόγο πια παραβιάζοντας την πύλη
μέσα να δεις το τί συνέβη· πες μου μονάχα
της σπουδής σου τον σκοπό, και θα το μάθεις
από μένα αυτό που ξέρω.
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
Ω, η φωνή σου, Αθηνά, της φιλικότερης θεάς,
αναγνωρίζεται εύκολα, ακόμη κι αν τα μάτια
δεν σε βλέπουν· τον ήχο της ωστόσο ακούγοντας,
μέσα μου την αισθάνομαι, σαν από σάλπιγγα
τυρρηνική, χαλκόστομη.
Καλά και τώρα το κατάλαβες, τα πόδια μου
με σέρνουν σ᾽ εχθρό ασπιδοφόρο, τον Αίαντα
20εννοώ. Εκείνον από ώρα ανιχνεύω, άλλον
κανένα· γιατί μέσα στη νύχτα αυτή
έχει τελέσει πράξη ανήκουστη σ᾽ εμάς,
αν πράγματι είναι δικό του αυτό το έργο.
Τίποτε βέβαιο ακόμη όμως, υπόνοιες μόνο
που θολώνουν το μυαλό. Γι᾽ αυτό κι εγώ
από μόνος μου δεσμεύτηκα να βρω μιαν άκρη.
Πριν από λίγο βρήκαμε τα κοπάδια,
όλης της λείας τη σοδειά, σφαγμένα από το ίδιο χέρι
μαζί μ᾽ εκείνους που τα φύλαγαν.
Σ᾽ εκείνον ρίχνει ο καθένας την ευθύνη.
Ένας σκοπός τον είδε, μόνος του να πηδά
30στον κάμπο, με το σπαθί στο χέρι, ραντισμένο μ᾽ αίμα·
αυτός μου το εξήγησε μιλώντας, οπότε
εγώ αυτοστιγμεί στα χνάρια περιφέρομαι.
Κάποια πατήματα μου φαίνονται δικά του,
άλλα με κάνουν να σαστίζω, και δεν μπορώ
να καταλάβω τίνος είναι.
Στην ώρα έφτασες, λοιπόν· για καθετί, κι αυτό
που πέρασε κι εκείνο που θα ᾽ρθει, στο χέρι
το δικό σου αφήνομαι να μ᾽ οδηγήσει.
|