ΣΚΗΝΗ: Το σπίτι του Ηρακλή· δρόμος προς τον Άδη· το σπίτι του Πλούτωνα στον Άδη.
Ο Διόνυσος και ο δούλος του ο Ξανθίας έρχονται μπροστά στο σπίτι του Ηρακλή. Ο Διόνυσος φορεί γυναικείο κροκωτό φόρεμα με δέρμα λιονταριού ριγμένο πάνω σ᾽ αυτό και κοθόρνους· κρατά ρόπαλο. Ο Ξανθίας καβάλα σε γάιδαρο· από ένα διχαλωτό ραβδί που κρατά στον ώμο του κρέμεται ένας μπόγος.
ΞΑΝΘΙΑΣ
Αφεντικό, να πω κανέν᾽ αστείο
απ᾽ τα συνηθισμέν᾽ αυτά, που μόλις
τ᾽ ακούσουν οι θεατές, ξεσπούν στα γέλια;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ό,τι αγαπάς· μόνο μην πεις «τί βάρος!»
Αυτό μ᾽ αναγουλιάζει και να λείψει.
ΞΑΝ. Άλλη ξυπνάδα; ΔΙΟ. Εξόν «αχ δεν αντέχω».
ΞΑΝ. Και το μεγάλο χωρατό; ΔΙΟ. Μπρος, λέγε·
κουράγιο· μα όχι εκείνο… ΞΑΝ. Ποιό; ΔΙΟ. να πάρεις
τη μανιβέλ᾽ αυτή στον άλλο σου ώμο
και να φωνάξεις «μου ᾽ρθαν, θα τα κάμω».
ΞΑΝ. Ούτε πως το φορτιό μου με βαραίνει
10και θ᾽ αμολήσω μια, αν δε μ᾽ αλαφρώσουν;
ΔΙΟ. Αν είναι να ξεράσω· αλλιώς, να ζήσεις…
ΞΑΝ. Αλλ᾽ αν δεν πω τ᾽ αστεία που συνηθίζουν
ο Φρύνιχος, ο Λύκης κι ο Αμειψίας,
σα βγάζουν φορτωμένους στη σκηνή,
ποιός τότε ο λόγος να κρατάω τον μπόγο;
ΔΙΟ. Να μην τα πεις· όταν στο θέατρο βλέπω
τέτοιας λογής εγώ ξυπνάδες, βγαίνω
πιο γέρος από πριν κατά ένα χρόνο.
ΞΑΝ. Δύστυχος που ᾽ναι ο σβέρκος μου· απ᾽ το βάρος
20να λυγάει κι έν᾽ αστείο να μην πετάει.
ΔΙΟ. Τί μεγαλεία κι αυθάδεια που έχει τούτος!
Ο Διόνυσος εγώ, ένας γιος του… Τσότρα,
μοχθώ, πεζός· κι αυτόν τον πάω καβάλα,
για να μη σκώνει βάρος και υποφέρει.
ΞΑΝ. Δε σκώνω; ΔΙΟ. Φυσικά, αφού πας καβάλα.
ΞΑΝ. Μα φορτωμένος. ΔΙΟ. Πώς; ΞΑΝ. Βαριά, με κόπο.
ΔΙΟ. Ο γάιδαρος δε σκώνει το φορτιό σου;
ΞΑΝ. Καθόλου· το δικό μου εγώ το σκώνω.
ΔΙΟ. Αφού άλλος σκώνει εσένα, πώς το σκώνεις;
30ΞΑΝ. Δεν ξέρω· ο ώμος μου όμως πίεση νιώθει.
ΔΙΟ. Ε, αφού καλό απ᾽ το γάιδαρο δεν έχεις,
παρ᾽ τον εσύ στην πλάτη σου και τράβα.
ΞΑΝ. Γιατί, αχ, στη ναυμαχία δεν πήρα μέρος;
Τότε θα σου ᾽λεγα «άντε, βρε, τσακίσου».
ΔΙΟ. Κατέβα, κατεργάρη. Η πρώτη στάση
που ᾽χα να κάμω είναι κοντά· νά, τούτη
η πόρτα. Εε, μικρέ! Μικρέ! Φωνάζω.
|