ΣΚΗΝΗ: Το σπίτι του Στρεψιάδη, ανοιχτό, ώστε να φαίνεται το εσωτερικό του· το σπίτι, κατοικία και σπουδαστήριο, του Σωκράτη.
Ο Στρεψιάδης και ο Φειδιππίδης, ξαπλωμένοι, ο καθένας στο κρεβάτι του· πιο πίσω, ξαπλωμένοι κι αυτοί, δυο υπηρέτες. Ο Στρεψιάδης ανακάθεται στο στρώμα του, τεντώνεται και χασμουριέται.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Βάι, βάι!
Αφέντη Δία, μεγάλες που είναι οι νύχτες·
ατέλειωτες· ποτέ πια δε θα φέξει;
Κι όμως είν᾽ ώρα που άκουσα κοκόρι.
Κι οι δούλοι ροχαλίζουν· πού έτσι πρώτα;
Πόλεμε, χάσου· για πολλά, και που ούτε
τους δούλους δεν τολμώ να τιμωρήσω.
Και νύχτα δε σηκώνεται ούτε τούτο
τ᾽ αγόρι το σπουδαίο· τις αμολάει
10μέσα σε πέντε κάπες τυλιγμένος.
Ας σκεπαστώ κι εγώ κι ας ροχαλίσω.
Ξαπλώνει και σκεπάζεται, μα αμέσως πάλι ανασηκώνεται.
Μα δε με παίρνει ο ύπνος· με τσιμπούνε
κι έξοδα και παχνί και χρέη για τούτον
το γιόκα. Κι αυτός, πάντα μακρομάλλης,
καβάλα τρέχει με άρματα και με άτια
κι όλο άλογα ονειρεύεται· εγώ λιώνω
να βλέπω πως ο μήνας είναι τώρα
στο τρίτο του δεκάημερο· κι οι τόκοι
20τρέχουν.
Φωνάζει.
Μικρέ! Γιά άναψε, βρε, ένα λύχνο
και βγάλε το τεφτέρι μου, τους τόκους
να λογαριάσω και να δω σε πόσους
χρωστώ.
Ένας δούλος εκτελεί τη διαταγή και ο Στρεψιάδης ανοίγει το τεφτέρι.
Νά, στον Πασία δώδεκα μνες.
Δώδεκα στον Πασία. Γιατί; Ποιός λόγος
να δανειστώ; Για ν᾽ αγοράσω εκείνο
τ᾽ άλογο τ᾽ αστεράτο. Α, στερημένο
μια πέτρα κάλλιο ας μ᾽ έκανε απ᾽ το φως μου.
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ, παραμιλώντας πάνω στον ύπνο του.
Φίλωνα, στη γραμμή σου! Ζαβολιάρη!
ΣΤΡ. Νά το κακό που μ᾽ έχει χαντακώσει·
και στον ύπνο του βλέπει ιπποδρομίες.
ΦΕΙ., πάντα πάνω στον ύπνο του.
Ποιό γύρο κάνουν τα άτια του πολέμου;
ΣΤΡ. Εσύ τον κύρη σου όλο γυροφέρνεις.
30Μα ας δούμε τί άλλο χρέος. Στον Αμυνία
τρεις μνες για δυο τροχούς κι ένα σκαμνάκι.
ΦΕΙ., πάντα κοιμισμένος.
Μπρος! Το άτι στην κυλίστρα και στο στάβλο!
ΣΤΡ. Έξω απ᾽ το βιος μου εσύ μ᾽ έχεις τσουλήσει·
και πρόστιμα έχω φάει και για τους τόκους
κατάσχεση άλλοι λεν πως θα μου κάμουν.
ΦΕΙ., μισοξυπνώντας.
Πατέρα, πες μου, αλήθεια, τί γρινιάζεις
κι έτσι στριφογυρίζεις όλη νύχτα;
ΣΤΡ. Ο… κλητήρας τσιμπά και ξεπετιέμαι.
ΦΕΙ. Άσε να κοιμηθώ, καλέ μου, λίγο.
|