ΠΡΩΤΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Όι όι μάνα μ᾽, όι όι μάνα μ᾽, κακό που μας βρήκε! Όι όι μάνα μ᾽, όι όι μάνα μ᾽. Θεοί, στον άθλιο Παφλαγόνα, τον νιοφερμένο δούλο, άθλιο χαμό δώστε — να φουντάρει αύτανδρος, αυτός κι η συμβουλευτική του. Γιατί από την ώρα που κουβαλήθηκε στο σπιτικό μας, απ᾽ το πρωί ως το βράδυ ρημάζει τους παραγιούς με ξυλοφόρτωμα.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Να βρει τρισάθλιο χαμό — να φουντάρει αύτανδρος πρώτος απ᾽ όλους τους Παφλαγόνες, αυτός κι η συκοφαντική του.
ΠΡ. Δ. Καψερέ μου, πώς πορεύεσαι;
ΔΕ. Δ. Μαύρα κι άραχλα, όπως κι η αφεντιά σου.
ΠΡ. Δ. Τότε κάτσε πλάι μου, να κλαψουρίζουμε πριμοσεγκόντο έναν σκοπό του Ούλυμπου.
ΠΡ. & ΔΕ. Δ. (κλαψουρίζουν μαζί) [10] Μου μου, μου μου, μου μου, μου μου...
ΠΡ. Δ. Δεν βγαίνει τίποτε με το κλαψούρισμα. Αντί να κλαίμε και να κλαίμε, αυτό που μας χρειάζεται είναι να βρούμε κάποιον τρόπο να σωθούμε.
ΔΕ. Δ. Και ποιόν τρόπο;
ΠΡ. Δ. Εσύ να μου τον πεις.
ΔΕ. Δ. Και δεν τον λες εσύ — μακριά από μένα οι τσακωμοί!
ΠΡ. Δ. Μά τον Απόλλωνα, όχι εγώ! Πρότεινε εσύ κάτι θαρραλέο κι ύστερα θα σου πω κι εγώ.
ΔΕ. Δ. Έλα όμως που μου λείπει το «θάρρεψε». Αχ να μπορούσα να το ᾽λεγα ευριπιδοκουλτουριάρικα: «Τα που εγώ πρέπει να πω να τα ᾽κουα από σένα»!
ΠΡ. Δ. Παρακαλώ, παρακαλώ, μη πας να με τυλίξεις σαρμά μ᾽ ευριπιδολάχανα. [20] Βρες μόνο κάνα χορό σκερτσόζο, για να το στρίβουμε από τ᾽ αφεντικό.
ΔΕ. Δ. Τότε λέγε απανωτά, όπως σ᾽ το συλλαβίζω: α-μο-λά-με.
ΠΡ. Δ. Έγινε, λέω: α-μο-λά-με.
ΔΕ. Δ. Τώρα, αμέσως ύστερα απ᾽ το α-μο-λά-με, λέγε: αυ-τό.
ΠΡ. Δ. Αυ-τό.
ΔΕ. Δ. Έξοχα! Τώρα, με τον ρυθμό που κάνεις μαλακία, λέγε πρώτα σταθερά το α-μο-λά-με κι ύστερα το αυτό, στη συνέχεια λέγε τα ξανά και ξανά, όλο και πιο γρήγορα.
ΠΡ. Δ. Α-μο-λά-με αυ-τό α-μο-λά-με αυτοαμολάμε.
ΔΕ. Δ. Λοιπόν, μη μου πεις, γλύκα μια φορά!
ΠΡ. Δ. Μά τον Δία, δεν λέω όχι! μόνο φοβάμαι μην οργώσει την πέτσα μου αυτό το προμάντεμα.
ΔΕ. Δ. Από πού κι ως πού;
ΠΡ. Δ. Αμ με το βάρα τη βάρα τη, φυραίνει η έρμη η πέτσα.
ΔΕ. Δ. [30] Τότε, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε για την ώρα είναι να πάμε να προσπέσουμε ικέτες σε κάποιου θεού το άγιο ξόανο.
ΠΡ. Δ. Άκου ξοξόανο! Δεν μου λες, στ᾽ αλήθεια πιστεύεις ότι υπάρχουν θεοί;
ΔΕ. Δ. Ολόψυχα.
ΠΡ. Δ. Και πού στηρίζεις την πίστη σου;
ΔΕ. Δ. Στο που οι θεοί μ᾽ έχουν στη μαύρη λίστα. Δεν το βρίσκεις λογικό;
ΠΡ. Δ. Μ᾽ έπεισες απόλυτα. Λοιπόν, ας ψάξουμε γι᾽ άλλη λύση. Θα ᾽θελες να εκθέσω την κατάστασή μας στους θεατές;
ΔΕ. Δ. Δεν είναι κι άσκημη ιδέα. Μόνο να τους ζητήσουμε μια χάρη, να μας φανερώσουν με την έκφραση του προσώπου τους, αν «τα λόγια και τα έργα μας είναι της αρεσιάς τους».
|