ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗΣΚΗΝΗ: Στο βάθος, στη μέση, μια σπηλιά, ιερό του Πάνα και των Νυμφών. Αριστερά ως προς τον θεατή, το σπίτι του Κνήμωνα. Δεξιά, το σπίτι του Γοργία.
Ο θεός ο Πάνας βγαίνει από τη σπηλιά και προλογίζει.
ΠΑΝΑΣ
Αυτός ο τόπος, να το ξέρετε, είναι
στην Αττική· Φυλή τον λένε· το άντρο
απ᾽ όπου βγήκα είν᾽ ένα ξακουσμένο
Νυμφών ιερό και ανήκει στους δημότες
της Φυλής, τους ανθρώπους που τους βράχους
του τόπου αυτού μπορούν και καλλιεργούνε.
Στο χωράφι που βλέπετε δεξιά μου
μένει ένας γέρος —Κνήμωνα τον λένε—,
στραβόξυλο και ζόρικος προς όλους.
Ο κόσμος δεν του αρέσει. Ο κόσμος λέω;
Τα τόσα χρόνια που έχει ζήσει ως τώρα
λόγο γλυκό δεν είπε σε κανέναν,
10άνθρωπο δε χαιρέτησε αυτός πρώτος,
έξω απ᾽ τον Πάνα εμέ· κι αυτό απ᾽ ανάγκη:
γείτονας είναι και περνά από μπρος μου·
και πάλι, μόλις πει την καλημέρα,
αμέσως μετανιώνει· αυτό το ξέρω.
Κι ωστόσο, τέτοιος χαρακτήρας που είναι,
παντρεύτηκε· μια χήρα πήρε· ο πρώτος
άντρας της λίγο πριν είχε πεθάνει
κι ένα μικρό τής είχε αφήσει αγόρι.
Σκληρά μ᾽ αυτή παλεύοντας τις μέρες,
ακόμα και πολλές της νύχτας ώρες,
κακή ζωή περνούσε· κι αποχτήσαν
μια κόρη· τότε πια χειρότερα ήταν.
20Έφτασαν στο απροχώρητο· η ζωή τους
ήταν γεμάτη βάσανα και πίκρες·
τότε η γυναίκα πια έφυγε και πήγε
και μένει με το γιο της, κείνον που είχε
απ᾽ τον πρώτο της άντρα. Αυτός ο νέος
έχει ένα χτηματάκι εδώ στα γύρω,
κι απ᾽ αυτό κουτσοζούν κι εκείνος ο ίδιος
κι η μάνα του· μαζί, ένας πατρικός του
δούλος πιστός. Κι είν᾽ ένα μυαλωμένο
παλικαράκι· ο νους του ξεπερνάει
την ηλικία του· βλέπετε, τον ψήνει
τον άνθρωπο η τραχιά ζωή κι η πείρα.
30Ο γέρος ζει μονάχος με την κόρη
και με μια δούλη γριά· σκληρή η ζωή του·
σκάβει ολημέρα, ξύλα κουβαλάει,
και κάνοντας αρχή από τους γειτόνους
κι απ᾽ τη δόλια γυναίκα του, μισεί
όλο τον κόσμο, αράδα, ως εκεί κάτω
στο Χολαργό. Η κοπέλα, αναθρεμμένη
με τέτοιον τρόπο, ένα κακό δεν ξέρει.
Πολύ τιμά και με μεγάλο ζήλο
λατρεύει τις συντρόφισσές μου Νύμφες,
κι έτσι κι εμένα μ᾽ έχει καταφέρει
κάπως γι᾽ αυτή να γνοιάζομαι· ένα νέο,
40γιο κάποιου πλούσιου, που έχει εδώ στα γύρω
κτηματική μεγάλη περιουσία,
τον έκαμα να νιώσει για την κόρη
έναν παράφορο έρωτα· αυτός μένει
στην πόλη κι ήρθε εδώ μ᾽ ένα του φίλο
να κυνηγήσει, κι έτσι κατά τύχη
την είδε μπρος του. — Αυτή ᾽ναι η ιστορία
σε γενικές γραμμές. Τις λεπτομέρειες
θα τις δείτε, αν το θέλετε. Και λέω
να θέλετε. Γιατί θαρρώ πως βλέπω
να ᾽ρχεται κατά δω ο ερωτευμένος
μαζί κι ο σύντροφός του στο κυνήγι
και κουβεντιάζουν για το θέμα που είπα.
Ο θεός ξαναμπαίνει στη σπηλιά·
έρχονται ο Σώστρατος και ο Χαιρέας.
|