ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΡΑΤΟΣ
Νά μας, στα πέριορα τ᾽ αλαργινά του κόσμου
στους έρημους κι απάτητους Σκυθικούς δρόμους.
Τώρα δουλειά σου, ω Ήφαιστε, όσα ο πατέρας
πρόσταξε, να γνοιαστείς, και τον άνομο τούτο
στα βράχια, στους ψηλούς γκρεμνούς να πεδικλώσεις
μ᾽ αλυσίδων ασύντριφτα δεσμά ατσαλένια,
γιατί έκλεψε της πάντεχνης φωτιάς τη φλόγα,
– τ᾽ άνθος σου εσένα – και το χάρισε του ανθρώπου.
Τέτοιο κρίμα λοιπόν χρωστάει να μας πλερώσει,
10για να μάθει του Δία την εξουσία να στρέγει
και τους φιλάνθρωπους τους τρόπους του ν᾽ αφήσει.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Κράτος και Βία, για σας η προσταγή του Δία
τέλειωσε και πια τίποτε δε στέκει μπόδιο·
μα εμέ, δε μου βαστά η ψυχή θεό συγγενή μου
στ᾽ άγριο τούτο ποροφάραγγο να δέσω.
Όμως να σφίξω την καρδιά μου ανάγκη πάσα,
γιατί βαρύ ᾽ναι ν᾽ αψηφώ του Δία το λόγο.
Ω εσύ, με τα υψηλά φρονήματά σου, τέκνον
της ορθόβουλης Θέμιδας, θέλεις δε θέλω,
20σ᾽ αυτή την έρμη την κορφή θα σε καρφώσω,
π᾽ ούτε φωνή και κανενός την όψη ανθρώπου
θα βλέπεις, μ᾽ απ᾽ του ήλιου τη φωτιά ψημένος
τ᾽ άνθος της όψης σου θ᾽ αλλάξεις και τη νύχτα
θα λαχταράς την πολυξόμπλιαστη να φτάσει,
να σκεπάσει το φως, ως νά ᾽βγει ο ήλιος πάλι
τη αυγινή την πάχνη να σκορπίσει· κι έτσι
κάποιο θα ᾽χεις κακό να τυραγνιέσαι πάντα,
χωρίς να βρίσκεται ψυχή να σ᾽ αλαφρώσει.
Τέτοιο έλαβες μιστό γι᾽ αγάπη των ανθρώπων·
γιατί, θεός εσύ, δε σκιάχτηκες των άλλων
την οργή των θεών και πήγες να προσφέρεις
30στους ανθρώπους χαρίσματα πέρ᾽ από το δίκιο,
που αντίς γι᾽ αυτά, στον άχαρο το βράχο τούτο
ολόρθος κι άγρυπνος φρουρός θενα φυλάγεις,
δίχως τα γόνατά σου να λυγάς και θρήνους
πολλούς κι ανώφελα θα σκούζεις μοιρολόγια·
γιατί εύκολα δεν τη γυρνάς του Δία τη γνώμη
κι είναι πάντα σκληρός ο κάθε νέος αφέντης.
|