Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (1-66)


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Πέλοψ ὁ Ταντάλειος ἐς Πῖσαν μολὼν
θοαῖσιν ἵπποις Οἰνομάου γαμεῖ κόρην,
ἐξ ἧς Ἀτρεὺς ἔβλαστεν· Ἀτρέως δὲ παῖς
Μενέλαος Ἀγαμέμνων τε· τοῦ δ᾽ ἔφυν ἐγώ,
5τῆς Τυνδαρείας θυγατρὸς Ἰφιγένεια παῖς,
ἣν ἀμφὶ δίναις ἃς θάμ᾽ Εὔριπος πυκναῖς
αὔραις ἑλίσσων κυανέαν ἅλα στρέφει,
ἔσφαξεν Ἑλένης οὕνεχ᾽, ὡς δοκεῖ, πατὴρ
Ἀρτέμιδι κλειναῖς ἐν πτυχαῖσιν Αὐλίδος.
10ἐνταῦθα γὰρ δὴ χιλίων ναῶν στόλον
Ἑλληνικὸν συνήγαγ᾽ Ἀγαμέμνων ἄναξ,
τὸν καλλίνικον στέφανον Ἰλίου θέλων
λαβεῖν Ἀχαιούς, τούς θ᾽ ὑβρισθέντας γάμους
Ἑλένης μετελθεῖν, Μενέλεῳ χάριν φέρων.
15δεινῆς δ᾽ ἀπλοίας πνευμάτων τε τυγχάνων,
ἐς ἔμπυρ᾽ ἦλθε, καὶ λέγει Κάλχας τάδε·
Ὦ τῆσδ᾽ ἀνάσσων Ἑλλάδος στρατηγίας,
Ἀγάμεμνον, οὐ μὴ ναῦς ἀφορμήσῃ χθονός,
πρὶν ἂν κόρην σὴν Ἰφιγένειαν Ἄρτεμις
20λάβῃ σφαγεῖσαν· ὅ τι γὰρ ἐνιαυτὸς τέκοι
κάλλιστον, ηὔξω φωσφόρῳ θύσειν θεᾷ.
παῖδ᾽ οὖν ἐν οἴκοις σὴ Κλυταιμνήστρα δάμαρ
τίκτει —τὸ καλλιστεῖον εἰς ἔμ᾽ ἀναφέρων—
ἣν χρή σε θῦσαι. καί μ᾽ Ὀδυσσέως τέχναις
25μητρὸς παρείλοντ᾽ ἐπὶ γάμοις Ἀχιλλέως.
ἐλθοῦσα δ᾽ Αὐλίδ᾽ ἡ τάλαιν᾽ ὑπὲρ πυρᾶς
μεταρσία ληφθεῖσ᾽ ἐκαινόμην ξίφει·
ἀλλ᾽ ἐξέκλεψεν ἔλαφον ἀντιδοῦσά μου
Ἄρτεμις Ἀχαιοῖς, διὰ δὲ λαμπρὸν αἰθέρα
30πέμψασά μ᾽ ἐς τήνδ᾽ ᾤκισεν Ταύρων χθόνα,
οὗ γῆς ἀνάσσει βαρβάροισι βάρβαρος
Θόας, ὃς ὠκὺν πόδα τιθεὶς ἴσον πτεροῖς
εἰς τοὔνομ᾽ ἦλθε τόδε ποδωκείας χάριν.
ναοῖσι δ᾽ ἐν τοῖσδ᾽ ἱερέαν τίθησί με·
35ὅθεν νόμοισι τοῖσιν ἥδεται θεὰ
Ἄρτεμις, ἑορτῆς, τοὔνομ᾽ ἧς καλὸν μόνον—
τὰ δ᾽ ἄλλα σιγῶ, τὴν θεὸν φοβουμένη—
[θύω γὰρ ὄντος τοῦ νόμου καὶ πρὶν πόλει,
ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν Ἕλλην ἀνήρ.]
40κατάρχομαι μέν, σφάγια δ᾽ ἄλλοισιν μέλει
ἄρρητ᾽ ἔσωθεν τῶνδ᾽ ἀνακτόρων θεᾶς.
ἃ καινὰ δ᾽ ἥκει νὺξ φέρουσα φάσματα,
λέξω πρὸς αἰθέρ᾽, εἴ τι δὴ τόδ᾽ ἔστ᾽ ἄκος.
ἔδοξ᾽ ἐν ὕπνῳ τῆσδ᾽ ἀπαλλαχθεῖσα γῆς
45οἰκεῖν ἐν Ἄργει, παρθενῶσι δ᾽ ἐν μέσαις
εὕδειν, χθονὸς δὲ νῶτα σεισθῆναι σάλῳ,
φεύγειν δὲ κἄξω στᾶσα θριγκὸν εἰσιδεῖν
δόμων πίτνοντα, πᾶν δ᾽ ἐρείψιμον στέγος
βεβλημένον πρὸς οὖδας ἐξ ἄκρων σταθμῶν.
50μόνος λελεῖφθαι στῦλος εἷς ἔδοξέ μοι,
δόμων πατρῴων, ἐκ δ᾽ ἐπικράνων κόμας
ξανθὰς καθεῖναι, φθέγμα δ᾽ ἀνθρώπου λαβεῖν,
κἀγὼ τέχνην τήνδ᾽ ἣν ἔχω ξενοκτόνον
τιμῶσ᾽ ὑδραίνειν αὐτὸν ὡς θανούμενον,
55κλαίουσα. τοὔναρ δ᾽ ὧδε συμβάλλω τόδε·
τέθνηκ᾽ Ὀρέστης, οὗ κατηρξάμην ἐγώ.
στῦλοι γὰρ οἴκων παῖδές εἰσιν ἄρσενες·
θνῄσκουσι δ᾽ οὓς ἂν χέρνιβες βάλωσ᾽ ἐμαί.
[οὐδ᾽ αὖ συνάψαι τοὔναρ ἐς φίλους ἔχω·
60Στροφίῳ γὰρ οὐκ ἦν παῖς, ὅτ᾽ ὠλλύμην ἐγώ.]
νῦν οὖν ἀδελφῷ βούλομαι δοῦναι χοὰς
παροῦσ᾽ ἀπόντι —ταῦτα γὰρ δυναίμεθ᾽ ἄν—
σὺν προσπόλοισιν, ἃς ἔδωχ᾽ ἡμῖν ἄναξ
Ἑλληνίδας γυναῖκας. ἀλλ᾽ ἐξ αἰτίας
65οὔπω τίνος πάρεισιν; εἶμ᾽ ἔσω δόμων
ἐν οἷσι ναίω τῶνδ᾽ ἀνακτόρων θεᾶς.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΣΚΗΝΗ: Ο ναός της Άρτεμης στη χώρα των Ταύρων· μπροστά στο ναό ένας βωμός.

Από το ναό βγαίνει η Ιφιγένεια.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ο Πέλοπας, ο γιος του Τάνταλου, όταν
πήγε στην Πίσα άρμα γοργό οδηγώντας,
με του Οινόμαου παντρεύτηκε την κόρη·
γιος αυτωνών ο Ατρέας, και γιοι του Ατρέα,
Μενέλαος κι Αγαμέμνονας· πατέρας
δικός μου αυτός, και του Τυνδάρεου κόρη
η μάνα μου· ναι, εγώ είμαι η Ιφιγένεια,
που πιστεύουν πως μ᾽ έσφαξε ο γονιός μου
στην Άρτεμη για χάρη της Ελένης
στις ξακουστές κοιλάδες της Αυλίδας,
όπου ολοένα ο Εύριπος σβουρίζει,
από συχνούς στριφογυρίζει ανέμους
και τη γαλάζια θάλασσα ταράζει.
10Χίλια καράβια ελληνικά εκεί πέρα
ο Αγαμέμνονας είχε μαζεμένα
νίκης λαμπρής ποθώντας το στεφάνι
για τους Αχαιούς να πάρει από την Τροία,
μα και για το Μενέλαο, που τον είχαν
προσβάλει αρπάζοντάς του την Ελένη.
Απ᾽ αγριοκαίρια στη στεριά δεμένος
μαντεία φωτιάς ζητούσε, κι είπε ο Κάλχας:
«Του ελληνικού στρατού αρχηγέ Αγαμέμνονα,
από τ᾽ αραξοβόλια πλοίο δε βγαίνει,
αν η Άρτεμη την κόρη σου Ιφιγένεια
για σφαχτό δεν τη λάβει στο βωμό της·
20θύμα στη φωτοκράτα θεά είχες τάξει
της χρονιάς τ᾽ ομορφότερο βλαστάρι.»
Και πρώτη εμένα κρίνοντας στα κάλλη
προσθέτει: «Η Κλυταιμήστρα σου έχει κάμει
σπίτι σου κόρη· ανάγκη να τη σφάξεις.»
Και δολερά απ᾽ τη μάνα μου με πήραν
με του Οδυσσέα τις πονηριές, πως τάχα
γυναίκα θα γινόμουν του Αχιλλέα.
Σαν πήγα στην Αυλίδα, ανάερα πάνω
απ᾽ το βωμό με πιάσανε τη δόλια
και με σπαθί με σφάζαν· η Άρτεμη όμως
κρυφά με πήρε, αντίς για με ένα λάφι
έδωσε στους Αχαιούς, κι από τη λάμψη
περνώντας με του αιθέρα, εδώ στη χώρα
30να κατοικήσω μ᾽ έφερε των Ταύρων,
που την ορίζει, βάρβαρος βαρβάρων
ρήγας, ο Θόας· τον ονομάσανε έτσι
γιατί φτερά στα πόδια του λες κι έχει.
Μ᾽ έβαλε εδώ για ιέρεια του ναού της·
με τα έθιμα —χαρές της θεάς— βαδίζω
μιας γιορτής, που είναι μόνο τ᾽ όνομά της
ωραίο, όσο για τ᾽ άλλα πια ... σωπαίνω·
τη θεά φοβούμαι. Εδώ αν κανείς ξεπέσει
Έλληνας, για θυσία τον ετοιμάζω
—αυτή ηταν η συνήθεια και πριν νά ᾽ρθω—,
40μα της σφαγής της άρρητης την έγνοια
μες στο ιερό της θεάς την έχουν άλλοι.
Τ᾽ όνειρο τώρα που είδα ψες τη νύχτα
θα πω στο φως· γιατρειά ίσως τούτο φέρει·
έμενα, λέει, μακριά απ᾽ αυτή τη χώρα,
στ᾽ Άργος, κι ενώ κοιμόμουν στο δωμάτιο
των κοριτσιών, σεισμός τη γη τραντάζει·
έφυγα, στάθηκα έξω, και είδα τότε
να πέφτει του σπιτιού η γρηπίδα, η στέγη
να σωριάζεται ολούθε απ᾽ τ᾽ ακροστύλια.
50Μου φάνηκε πως ένας μόνο στύλος
από το πατρικό μου έμεινε σπίτι,
ξανθά μαλλιά φυτρώσαν στην κορφή του
και πήρε ανθρωπινή λαλιά· και το έργο
κάνοντας που έχω εδώ —θυσία των ξένων—
του ᾽ριχνα εγώ τον αγιασμό με θρήνους,
για να σφαχτεί. Και νά πώς το ξηγάω
τ᾽ όνειρο αυτό: ο Ορέστης, που για θύμα
τον ετοίμαζα, πέθανε· γιατ᾽ είναι
τ᾽ αρσενικά παιδιά των σπιτιών στύλοι,
κι όποιον το ράντισμά μου βρει, πεθαίνει.
Σ᾽ άλλους δικούς τ᾽ όνειρο δεν ταιριάζει·
60σα με σκοτώναν, γιο δεν είχε ο Στρόφιος.
Τώρα λοιπόν στο μακρινό μου αδέρφι
χοές να ρίξω θέλω από δω χάμω
—το μόνο που μπορώ— με τις γυναίκες
τις Ελληνίδες που έχει βάλει ο ρήγας
στη δούλεψή μου. Αλλά ποιός να ᾽ναι ο λόγος
κι ακόμα δε φανήκανε; Πηγαίνω
μες στο ναό, που αυτός και σπίτι μου είναι.
Μπαίνει στο ναό. Παρουσιάζονται ο Ορέστης και ο Πυλάδης,
βαδίζοντας με προφύλαξη.