ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ
Ποιός θνητός τον σύντροφο του Διός στη γυναίκα,
τον Αργίτη Αμφιτρύωνα, δεν ξέρει, που ο Αλκαίος
τονε γέννησεν, ο γιος του Περσέα, πατέρα
του Ηρακλή; Κι εγκαταστάθηκα εδώ στη Θήβα,
που των σπαρτών ανθρώπων βλάστησε απ᾽ τη γη της
τ᾽ αστάχυ, που ο Άρης έσωσεν απ᾽ τη γενιά τους
λίγους κι αυτοί στην πόλη γέννησαν του Κάδμου
παιδιά των παιδιώνε τους. Όθε γεννήθη
ο Κρέοντας, γιος του Μενοικέα, ρήγας του τόπου.
Κι ο Κρέοντας της Μεγάρας γίνεται πατέρας,
10που κάποτες όλ᾽ οι Καδμείοι στα στέφανά της
με τους αυλούς αλάλαξαν, στο σπίτι μου όταν
την οδηγούσεν ο Ηρακλής ο δοξασμένος.
Και τη Θήβ᾽ αφήνοντας, τη νέα κατοικιά μου,
τα πεθερικά του και τη Μεγάρα, ο γιος μου
στ᾽ αργίτικα πεθύμησε να κατοικήσει
τα τείχη και στην πόλη των Κυκλώπων, που είμαι
φευγάτος απ᾽ αυτήν εγώ, τι έχω σκοτώσει
τον Ηλεκτρύωνα· και θέλοντας ν᾽ αλαφρώσει
τις συμφορές μου φέρνοντάς με στην πατρίδα,
μεγάλο αντάλλαγμα του γυρισμού πλερώνει
20στον Ευρυσθέα, όλη τη γη να μερώσ᾽ είτε
κεντρισμένος από την Ήρα ή από γραφτό του.
Κι όλα τ᾽ άλλα τα βαριά έργα τα᾽ χει τελειώσει
και για στερνό πια από το στόμα του Ταινάρου
στον Άδην εκατέβηκε, στο φως να φέρει
το τρισώματο σκυλί, δίχως να γυρίσει.
Και στους Καδμείους ένας παλιός υπάρχει λόγος,
πως ήταν κάποιος Λύκος πριν, άντρας της Δίρκης,
αυτής της εφτάπυλης πόλης βασιλέας,
προτού βασιλέψουν ο Αμφίωνας και ο Ζήθος,
30άσπρων ατιών καβαλαραίοι, παιδιά του Δία.
Αυτουνού ο γιος, συνονόματος του πατρός του,
όχι Καδμείος, αλλ᾽ απ᾽ την Εύβοια κινημένος,
σκοτώνει τον Κρέοντα και το βασίλειο παίρνει,
σε καιρό επανάστασης πέφτοντας στην πόλη.
Κι η συγγένεια πὄχουμε με τον Κρέοντα τώρα
συμφορά μάς γίνεται, φυσικά, μεγάλη.
Γιατί όντας το παιδί μου μες στης γης τα βάθη,
ο Λύκος, ο καινούριος άρχοντας του τόπου,
βούλεται να ξεκάνει του Ηρακλή τα τέκνα
40και τη γυναίκα, σβήνοντας φόνο με φόνο,
κι εμέν᾽, αν πρέπει να με λογαριάζουν μέσα
στους άνδρες, γέρον άχρηστο, μη καμιά μέρα
τρανεμένα τα παιδιά πάρουν πίσω το αίμα.
Κι εγώ, που μ᾽ άφησε μες στο παλάτι ο γιος μου
για να κοιτάζω τα παιδιά του μες στο σπίτι
(όταν κατέβαινε στης γης το μαύρο σκότος)
με τη μητέρα τους για να μη τα σκοτώσουν,
κάθομαι ικέτης στου σωτήρα Διός ετούτον
τον βωμόν οπού έχτισεν ο ευγενικός γιος μου,
50δώρο της νίκης που έλαβεν απ᾽ τους Μινύες.
Και τώρα εδώ φυλάγομε, στερημένοι όλα,
και τροφή και πιοτό και ρούχα, επά στο χώμα
τ᾽ άστρωτο πλαγιάζοντας· γιατί κλεισμένοι έξω
απ᾽ το σπίτι σωτηρίας δεν έχουμε τρόπο.
Κι από τους φίλους άλλους σωστούς δεν τους βλέπω
κι οι αληθινοί δεν ημπορούνε να ωφελήσουν.
Τέτοιο κακό είναι η δυστυχία, που είθε κανένας
να μην την πάθει κι απ᾽ τους λίγο αγαπητούς μου,
που χωρίς γέλασμ᾽ αποδείχνει ποιοί ᾽ναι φίλοι.
|