ΠΡΟΛΟΓΟΣΣΚΗΝΗ: Στην ακρογιαλιά της Τροίας, η άκρη του στρατοπέδου των Αχαιών· μερικές καλύβες. Στο βάθος η Τροία· φαίνονται τα τείχη της και πίσω απ᾽ αυτά σκεπές ναών και σπιτιών· από την πόλη βγαίνει καπνός, που φανερώνει πυρκαϊά.
Έξω από μια καλύβα, η Εκάβη ξαπλωμένη, σκεπασμένη και ασάλευτη· παρουσιάζεται ο Ποσειδώνας, κρατώντας την τρίαινά του.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Ο Ποσειδώνας είμαι. Εδώ ήρθα τώρα
απ᾽ τ᾽ αρμυρά του Αιγαίου πελάγου βάθη,
όπου χορούς κυκλόσυρτους κι ωραίους
οι νεροκόρες στήνουν του Νηρέα.
Γιατί από τον καιρό που εγώ κι ο Φοίβος
ζώσαμε αυτή την Τροία με καστροπύργια
πέτρινα και μ᾽ ακρίβεια σταφνισμένα
ούτε στιγμή δεν έλειψε η αγάπη
για των Φρυγών την πόλη απ᾽ την καρδιά μου·
τώρα ο καπνός την πνίγει, το κοντάρι
την έριξε το αργίτικο και πάει.
Ένας τεχνίτης, πέρα απ᾽ τη Φωκίδα,
10του Παρνασσού τη χώρα, —τ᾽ όνομά του
Επειός— απ᾽ την Παλλάδα ορμηνεμένος,
έν᾽ άλογο έφτιαξε, άρματα γεμάτο,
κι αυτό το ομοίωμα, σύνεργο του ολέθρου,
μέσα στης Τροίας ξαπόστειλε το κάστρο·
δόρατα κρύβει στην κοιλιά του, δούρειο
θα το λένε οι μελλούμενες γενιές.
Έρμα είναι τ᾽ άλση τα ιερά, μες στο αίμα
πλένε οι ναοί· κι ο Πρίαμος, σκοτωμένος,
πλάι στα σκαλιά του σπιτικού βωμού του.
Στα πλοία των Αχαιών πολύ χρυσάφι
κουβαλούνε και λάφυρα απ᾽ την Τροία·
20και πρίμο αέρα καρτερούν, να φύγουν,
οι Έλληνες που τον πόλεμο εδώ φέραν
και με χαρές μετά από δέκα χρόνια
να δούνε τις γυναίκες, τα παιδιά τους.
Κι εγώ —μια και με νίκησαν εκείνες
που ενώθηκαν την Τροία για να χαλάσουν,
η Αργίτισσα Ήρα κι η Παλλάδα— αφήνω
την Τροία την ξακουστή και τους βωμούς μου·
ερμιά και θλίψη σε μια πόλη αν πέσουν,
καλά οι θεοί δεν παν, λατρεία δε βρίσκουν.
Ο Σκάμαντρος βουίζει από τις κλάψες
των σκλάβων γυναικών, που τις μοιράζουν
στους αφέντες με κλήρο. Άλλες λαχαίνουν
30στους Θεσσαλούς και στους Αρκάδες άλλες
ή στου Θησέα τους γιους, τους βασιλιάδες
των Αθηναίων. Κι εδώ μες στις καλύβες
είναι όσες μείνανε έξω από τον κλήρο,
γυναίκες απ᾽ την Τροία, ξεδιαλεγμένες
για του στρατού τους πρώτους· και μαζί τους
είναι κι η Ελένη, η κόρη του Τυνδάρεου,
από τη Λακωνία· μ᾽ όλο το δίκιο
για σκλάβα τους κι αυτή τη λογαριάζουν.
Και νά, στην πόρτα μπρος πεσμένη —αν θέλει
κανείς την έρμη αυτή να δει— η Εκάβη
χύνει πολλά και για πολλούς τα δάκρυα·
40σκληρά την Πολυξένη της σκοτώσαν
κοντά στον τάφο του Αχιλλέα· χαθήκαν
ο Πρίαμος, τα παιδιά τους· την Κασσάντρα,
που παρθένα στην έκσταση δοσμένη
την άφησε ο Απόλλωνας, την παίρνει
στανικώς ο Αγαμέμνονας, κι ευσέβεια
και το θεό αψηφώντας, να την έχει
συντρόφισσα κρυφή του κρεβατιού του.
Τώρα έχε γεια, πελεκητό εσύ κάστρο
κι ω πόλη, που καλότυχη άλλοτε ήσουν·
αν η Αθηνά δε σε χαλούσε, η κόρη
του Δία, γερή κι ολόρθη ακόμη θα ήσουν.
Ενώ ετοιμάζεται να φύγει, έρχεται η Αθηνά.
|